27 Αυγ 2025
READING

Η φέτα ενισχύει την εικόνα της, όχι όμως και τις εξαγωγές της Ελλάδας στα Εμιράτα

4 MIN READ

Η φέτα ενισχύει την εικόνα της, όχι όμως και τις εξαγωγές της Ελλάδας στα Εμιράτα

Η φέτα ενισχύει την εικόνα της, όχι όμως και τις εξαγωγές της Ελλάδας στα Εμιράτα

Η εικόνα της αγοράς τυριών στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι ενδεικτική μιας οικονομίας που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές. Παρά την προσπάθεια ενίσχυσης της τοπικής παραγωγής, η χώρα συνεχίζει να εμφανίζει εμπορικό έλλειμμα στα τυροκομικά προϊόντα, το οποίο εκτιμάται μεταξύ 300 και 400 εκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο. Το κενό αυτό καλύπτεται, κυρίως, από εισαγόμενα προϊόντα, γεγονός που δημιουργεί προνομιακό έδαφος για διεθνείς εξαγωγείς. Οι ανάγκες αυξάνονται σταθερά, τροφοδοτούμενες από την πληθυσμιακή άνοδο, τη διαρκή εισροή ξένων κατοίκων και το υψηλό διαθέσιμο εισόδημα, παράγοντες που έχουν μετατρέψει τα Εμιράτα σε μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές της περιοχής.

Η αξία της αγοράς ξεπερνά σήμερα τα 325 εκατομμύρια ευρώ και η ετήσια αύξηση κινείται γύρω στο 5%, ρυθμός που σπάνια συναντάται σε ώριμες αγορές. Παρά το μέγεθος και τη δυναμική της, η ελληνική παρουσία παραμένει μικρή. Σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στο Άμπου Ντάμπι, οι εξαγωγές τυριών από την Ελλάδα αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το ένα τοις εκατό των συνολικών εισαγωγών των ΗΑΕ, κατατάσσοντας τη χώρα μας μόλις στην εικοστή τρίτη θέση μεταξύ των βασικών προμηθευτών. Το στοιχείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αν ληφθεί υπόψη ότι η Ελλάδα διαθέτει διεθνώς κατοχυρωμένα προϊόντα με ισχυρή ταυτότητα, όπως η φέτα, που έχουν αναγνωριστεί σε όλο τον κόσμο για την ποιότητά τους.

Παρά την περιορισμένη διείσδυση, οι ελληνικές εξαγωγές έχουν ενισχυθεί αισθητά την τελευταία πενταετία. Από τους 270 τόνους και αξία περίπου 1,4 εκατομμυρίων δολαρίων το 2019, έφτασαν το 2023 στους 487 τόνους και τα 3,8 εκατομμύρια δολάρια. Η άνοδος είναι 168% σε αξία μέσα σε πέντε χρόνια και 26% μόνο την περίοδο 2021–2023. Ωστόσο, η αύξηση συνοδεύτηκε από μείωση της μέσης τιμής εξαγωγής, γεγονός που δείχνει ότι οι Έλληνες παραγωγοί επέλεξαν να προσαρμόσουν τις τιμές τους για να καταστούν πιο ανταγωνιστικοί. Το ερώτημα είναι αν αυτή η τακτική μπορεί να στηρίξει μακροπρόθεσμα μια στρατηγική που θέλει τη φέτα να παραμένει συνώνυμη της αυθεντικότητας και της ποιότητας.

Στα ράφια των σούπερ μάρκετ και στα καταστήματα delicatessen, η φέτα παρουσιάζεται ως προϊόν πολυτελείας. Οι τιμές της κυμαίνονται μεταξύ 85 και 100 ντίρχαμ ανά κιλό, όταν ανταγωνιστικά προϊόντα, όπως η λεγόμενη «Saudi Feta», διατίθενται μόλις στα 25 ντίρχαμ. Η μεγάλη αυτή διαφορά ενισχύει το κύρος του ελληνικού προϊόντος, το οποίο απευθύνεται κυρίως σε καταναλωτές με υψηλό εισόδημα που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για την εγγύηση της αυθεντικότητας. Από την άλλη πλευρά, η ίδια διαφορά περιορίζει την παρουσία του στη μαζική αγορά και συγκρατεί το μερίδιο κατανάλωσης.

Οι προτιμήσεις των καταναλωτών αντικατοπτρίζουν τις ισορροπίες της αγοράς. Το χαλούμι κυριαρχεί στην κατηγορία των μη επεξεργασμένων τυριών με μερίδιο 44%, αποδεικνύοντας ότι έχει καταφέρει να ενσωματωθεί στη διατροφή των ντόπιων και των ξένων κατοίκων. Η μοτσαρέλα, με σταθερό μερίδιο 15%, διατηρεί τη δεύτερη θέση, ενώ η φέτα περιορίζεται στην τρίτη θέση με περίπου 12%. Το ποσοστό αυτό δεν είναι αμελητέο, αλλά δείχνει ότι η φέτα ακόμη δεν έχει κατορθώσει να αποκτήσει τον ίδιο βαθμό εδραίωσης με άλλα διεθνώς αναγνωρισμένα τυριά.

Οι προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια είναι αισιόδοξες. Μέχρι το 2027, σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στο Άμπου Ντάμπι, η αγορά τυροκομικών στα ΗΑΕ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 22% σε όγκο και 12% σε αξία, γεγονός που δημιουργεί πρόσθετο περιθώριο ανάπτυξης για τις χώρες που θα καταφέρουν να τοποθετηθούν έγκαιρα και στρατηγικά. Για την Ελλάδα, η πρόκληση είναι διπλή. Από τη μία, πρέπει να διατηρήσει την εικόνα της φέτας ως premium προϊόντος που συμβολίζει τη μεσογειακή διατροφή. Από την άλλη, χρειάζεται να βρει τρόπους ώστε να απευθυνθεί σε μεγαλύτερη βάση καταναλωτών, χωρίς να χάσει την υπεραξία που τη συνοδεύει.

Η λύση μπορεί να βρίσκεται σε μια πιο ενεργητική στρατηγική προώθησης. Η συνεργασία με μεγάλες αλυσίδες λιανικής, η δικτύωση με τους διανομείς, οι στοχευμένες καμπάνιες προβολής, που θα συνδέουν τη φέτα με την ελληνική γαστρονομία και τον τρόπο ζωής, αλλά και η παρουσία σε εστιατόρια που προωθούν τη μεσογειακή κουζίνα, μπορούν να ενισχύσουν την απήχηση του προϊόντος. Παράλληλα, η διαφοροποίηση με νέες μορφές συσκευασίας και πιο προσιτά μεγέθη θα μπορούσε να βοηθήσει τη φέτα να εισχωρήσει και στη μεσαία κατηγορία καταναλωτών.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.