13 Σεπ 2025
READING

Ξενοδοχειακός κλάδος: Η «βιτρίνα» του ελληνικού τουριστικού προϊόντος

4 MIN READ

Ξενοδοχειακός κλάδος: Η «βιτρίνα» του ελληνικού τουριστικού προϊόντος

Ξενοδοχειακός κλάδος: Η «βιτρίνα» του ελληνικού τουριστικού προϊόντος

Ο τουρισμός αποτελεί τον πιο ισχυρό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας. Εδώ και δεκαετίες λειτουργεί ως μοχλός ανάπτυξης, ενίσχυσης της απασχόλησης και βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Σε περιόδους κρίσης, είτε πρόκειται για την οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 2010 είτε για την πανδημία, ο τουρισμός λειτούργησε ως «οξυγόνο», άλλοτε συγκρατώντας την ύφεση και άλλοτε επιταχύνοντας την ανάκαμψη. Το 2024, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΣΕΤΕ, η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 12,7% ή περίπου 30,2 δισ. ευρώ, ενώ αν ληφθούν υπόψη τα πολλαπλασιαστικά οφέλη, το συνολικό αποτύπωμα στην οικονομία εκτιμάται γύρω στο 31% του ΑΕΠ.

Στο επίκεντρο της τουριστικής βιομηχανίας βρίσκεται ο ξενοδοχειακός κλάδος, που αποτελεί τη βιτρίνα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Η ποιότητα των υποδομών και των υπηρεσιών, οι επενδύσεις σε νέες μορφές φιλοξενίας και η διαφοροποίηση πέρα από το μοντέλο του «ήλιος και θάλασσα» καθορίζουν όχι μόνο την τρέχουσα απόδοση, αλλά και τις μελλοντικές προοπτικές. Σύμφωνα με στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, το 2024 λειτουργούσαν 10.104 ξενοδοχειακές μονάδες με συνολική δυναμικότητα 894.854 κλινών. Το Νότιο Αιγαίο συγκέντρωνε το 26,7% της δυναμικότητας και η Κρήτη το 22%, επιβεβαιώνοντας τον κυρίαρχο ρόλο τους στον τουριστικό χάρτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες κλίνες πέντε αστέρων βρίσκονται στο Νότιο Αιγαίο, που διαθέτει πάνω από το ένα τρίτο της συνολικής πολυτελούς χωρητικότητας.

Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος αποτυπώνουν τη δυναμική του 2024, καθώς οι αφίξεις ξένων επισκεπτών έφτασαν τα 36 εκατομμύρια, αυξημένες κατά σχεδόν 10% σε σχέση με το 2023, ενώ οι τουριστικές εισπράξεις διαμορφώθηκαν στα 21,7 δισ. ευρώ, με άνοδο 5,5%. Η θετική τάση συνεχίστηκε και στο πρώτο τρίμηνο του 2025, με αύξηση 5,4% στις αφίξεις σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Οι παραδοσιακές αγορές της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου παραμένουν οι σημαντικότερες, με 5,4 και 4,5 εκατομμύρια επισκέπτες αντίστοιχα, καλύπτοντας συνολικά σχεδόν το 28% του συνόλου. Γενικά, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιστοιχούν στο 61% των αφίξεων, στοιχείο που δείχνει τόσο την ισχύ αυτής της αγοράς όσο και την ανάγκη διεύρυνσης σε αγορές εκτός Ευρώπης.

Η ζήτηση αποτυπώνεται και στις διανυκτερεύσεις, που το 2024 ανήλθαν σε 117 εκατομμύρια, αυξημένες κατά 3,9% σε ετήσια βάση. Από αυτές, το 85% αφορούσε αλλοδαπούς επισκέπτες, γεγονός που αναδεικνύει την εξάρτηση της ελληνικής φιλοξενίας από τον εισερχόμενο τουρισμό. Η εποχικότητα εξακολουθεί να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό, με το 70% των διανυκτερεύσεων να συγκεντρώνεται στους μήνες Ιούνιο – Σεπτέμβριο. Η μέση πληρότητα διαμορφώθηκε στο 50,6%, χαμηλότερη από το 54,7% του 2023, εξέλιξη που αποδίδεται τόσο στη διάχυση της ζήτησης όσο και στην αύξηση του ξενοδοχειακού δυναμικού.

Πέρα από τα νούμερα, η σημασία του τουρισμού φαίνεται και στη διασύνδεσή του με άλλους κλάδους της οικονομίας. Οι ξενοδοχειακές μονάδες στηρίζουν την αγροδιατροφή μέσα από τις προμήθειες, τροφοδοτούν την οικοδομή και τα ακίνητα μέσω ανακαινίσεων και νέων επενδύσεων, ενώ συνδέονται άμεσα με τις μεταφορές, το εμπόριο και την εστίαση. Με άλλα λόγια, η πορεία του τουρισμού αντανακλάται σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, πολλαπλασιάζοντας την επίδρασή του στην οικονομία.

Η θετική αυτή δυναμική έχει ενθαρρύνει και τις επενδύσεις. Σήμερα περίπου 230 ξενοδοχεία λειτουργούν υπό διεθνείς αλυσίδες, ενώ οι μεγαλύτεροι ελληνικοί όμιλοι ελέγχουν 165 μονάδες με περισσότερες από 60.000 κλίνες. Στο Νότιο Αιγαίο και την Κρήτη καταγράφεται η μεγαλύτερη συγκέντρωση πολυτελών resorts, την ώρα που στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη η αγορά επενδύει σε boutique ξενοδοχεία και city hotels για ταξιδιώτες αναψυχής αλλά και επαγγελματικούς σκοπούς. Το επενδυτικό ενδιαφέρον ενισχύεται και από τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, που κατευθύνονται σε έργα ενεργειακής αναβάθμισης, ψηφιοποίησης και βιωσιμότητας.

Παρά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα, το μέλλον του ελληνικού τουρισμού δεν είναι χωρίς προκλήσεις. Ο υπερτουρισμός σε ορισμένους δημοφιλείς προορισμούς, η πίεση στις υποδομές, οι περιβαλλοντικές αντοχές και η ανάγκη για καλύτερη διαχείριση των φυσικών πόρων αποτελούν ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο. Η γεωγραφική και χρονική διασπορά της τουριστικής κίνησης είναι απαραίτητη, ώστε να περιοριστεί η εξάρτηση από λίγους προορισμούς και μήνες. Παράλληλα, η επένδυση στην ποιότητα και η ενσωμάτωση πράσινων πρακτικών, από ενεργειακά αποδοτικά ξενοδοχεία μέχρι βιώσιμες μετακινήσεις, θα κρίνουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας στο μέλλον.

Η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι μπορεί να σταθεί στον διεθνή ανταγωνισμό, προσελκύοντας κάθε χρόνο περισσότερους επισκέπτες και επενδύσεις. Το στοίχημα δεν είναι μόνο η αύξηση των αριθμών, αλλά η διατήρηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στην ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.