10 Νοέ 2025
READING

Η υπερκατανάλωση βάζει σε δοκιμασία τις βιώσιμες πρωτοβουλίες της μόδας

4 MIN READ

Η υπερκατανάλωση βάζει σε δοκιμασία τις βιώσιμες πρωτοβουλίες της μόδας

Η υπερκατανάλωση βάζει σε δοκιμασία τις βιώσιμες πρωτοβουλίες της μόδας

Η παγκόσμια αγορά της μόδας βρίσκεται σε μια φάση έντονων αντιφάσεων. Από τη μία πλευρά, καταγράφει αδιάκοπη ανάπτυξη, με ολοένα και περισσότερους καταναλωτές να ζητούν φθηνά και εύκολα διαθέσιμα προϊόντα. Από την άλλη, το περιβαλλοντικό κόστος αυτής της ανάπτυξης μεγαλώνει με ρυθμούς που δεν μπορούν να αγνοηθούν.

Η νέα ετήσια έκθεση Materials Market της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Textile Exchange τονίζει αυτή την πραγματικότητα. Η παραγωγή ινών σε παγκόσμιο επίπεδο έφτασε σε νέο ιστορικό υψηλό, με τις συνθετικές ίνες που προέρχονται από ορυκτά καύσιμα να αποτελούν τον κύριο παράγοντα της αύξησης. Το μήνυμα της έκθεσης είναι αυστηρό. Αν η βιομηχανία δεν αλλάξει πορεία και δεν υιοθετήσει άμεσα διαφορετικές πρακτικές, οι στόχοι που έχουν τεθεί διεθνώς για το κλίμα θα παραμείνουν απραγματοποίητοι.

Το 2024 η συνολική παραγωγή ινών ανήλθε στους 132 εκατομμύρια τόνους, όταν το 2023 ήταν 125 εκατομμύρια. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ανόδου οφείλεται στον πολυεστέρα, η παραγωγή του οποίου εκτοξεύτηκε από 71 σε 78 εκατομμύρια τόνους, καταλαμβάνοντας σχεδόν το 60% της παγκόσμιας παραγωγής. Το γεγονός αυτό καθιστά σαφές ότι οι συνθετικές ίνες έχουν κυρίαρχο ρόλο, φτάνοντας σήμερα να αποτελούν το 69% του συνόλου. Το ποσοστό αυτό είναι ενδεικτικό της απόστασης που χωρίζει τις διακηρύξεις για στροφή σε πιο βιώσιμες λύσεις από την πραγματική εικόνα της αγοράς.

Η αύξηση της παραγωγής δεν μπορεί παρά να συνδέεται και με αντίστοιχη αύξηση των εκπομπών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Textile Exchange, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από την παραγωγή πρώτων υλών για την ένδυση, τα οικιακά υφάσματα και τα υποδήματα έχουν ανέβει κατά 20% μέσα στην τελευταία πενταετία. Ο πολυεστέρας, λόγω του όγκου του, ευθύνεται για περίπου το 43% του συνολικού αποτυπώματος.

Κάθε ίνα έχει τις δικές της περιβαλλοντικές συνέπειες. Οι φυσικές συνδέονται με τη χρήση φυτοφαρμάκων ή με την αποψίλωση εκτάσεων, ενώ οι ζωικές με την παραγωγή μεθανίου από τα ζώα που τις παράγουν. Οι συνθετικές, όμως, θεωρούνται ακόμη πιο προβληματικές, καθώς βασίζονται σε μη ανανεώσιμες πρώτες ύλες. Σήμερα, το 88% του πολυεστέρα παράγεται από ορυκτά καύσιμα, ενώ το 12% προέρχεται από ανακυκλωμένα υλικά, κυρίως πλαστικά μπουκάλια. Οι βιολογικές εναλλακτικές, που χρησιμοποιούν καλαμπόκι ή ζαχαροκάλαμο, περιορίζονται σε ποσοστό σχεδόν μηδενικό.

Η επιμονή στον παρθένο πολυεστέρα εξηγείται από έναν απλό λόγο, το κόστος. Για τις εταιρείες μόδας είναι η πιο οικονομική λύση, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία σε μια περίοδο που η ταχύτητα παραγωγής και η χαμηλή τιμή καθορίζουν τις στρατηγικές του fast fashion. Η Beth Jensen, επικεφαλής επιπτώσεων της Textile Exchange, υπογραμμίζει στο Vogue Business ότι η εκρηκτική ανάπτυξη του ultra fast fashion στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη χρήση υλικών χαμηλού κόστους. Η επιλογή αυτή προσφέρει άμεσα περιθώρια κέρδους, ωστόσο αφήνει πίσω της ένα σημαντικό περιβαλλοντικό χρέος που θα φανεί μελλοντικά.

Υπάρχουν πάντως και θετικές ενδείξεις. Η παραγωγή ανακυκλωμένου πολυεστέρα αυξήθηκε κατά τετρακόσιες χιλιάδες τόνους το 2024. Το μερίδιό του στην αγορά όμως μειώθηκε, καθώς η άνοδος του παρθένου πολυεστέρα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Η παράλληλη έκθεση Materials Benchmark, που βασίζεται σε στοιχεία από περισσότερες από τετρακόσιες εταιρείες του κλάδου, καταγράφει μια πιο ελπιδοφόρα εικόνα. Οι πρώτες ύλες που είναι πιστοποιημένες στο πλαίσιο προγραμμάτων βιωσιμότητας αυξήθηκαν από 58% σε 67%, ενώ η χρήση παρθένου πολυεστέρα περιορίστηκε από εξακόσιες τριάντα επτά χιλιάδες τόνους σε πεντακόσιες εξήντα χιλιάδες.

Η πρόοδος που έχει καταγραφεί θεωρείται ένα θετικό βήμα, ωστόσο οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι δεν επαρκεί, όσο οι προσπάθειες παραμένουν περιορισμένες. Χωρίς ευρεία και συστηματική εφαρμογή, ακόμη και οι πιο φιλόδοξες πρωτοβουλίες, όπως η χρήση ανακυκλωμένων ή πιστοποιημένων υλικών, δεν είναι σε θέση να αντισταθμίσουν την αδιάκοπη άνοδο της κατανάλωσης.

Το πιο ανησυχητικό στοιχείο βρίσκεται στις προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια. Η Textile Exchange εκτιμά ότι η παγκόσμια παραγωγή ινών μπορεί να φτάσει τα 169 εκατομμύρια τόνους έως το 2030. Η προηγούμενη εκτίμηση έκανε λόγο για 146 εκατομμύρια. Αυτό σημαίνει ότι η βιομηχανία κινείται πολύ πιο γρήγορα από ό,τι είχαν υπολογίσει οι ειδικοί. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στην επιλογή των υλικών. Η πραγματική πρόκληση είναι η ίδια η λογική της αδιάκοπης ανάπτυξης που χαρακτηρίζει τη βιομηχανία της μόδας. Μια λογική που συγκρούεται πλέον ευθέως με την ανάγκη για μείωση των εκπομπών και προστασία του κλίματος.

Η έκθεση της Textile Exchange λειτουργεί έτσι ως καμπανάκι κινδύνου. Δεν αρκεί η μερική αντικατάσταση των υλικών ούτε η περιορισμένη εφαρμογή βιώσιμων πρακτικών από μεμονωμένες εταιρείες. Χρειάζεται μια συνολική αλλαγή νοοτροπίας και στρατηγικής σε μια βιομηχανία που βασίζεται στην υπερπαραγωγή και στην κατανάλωση χωρίς όρια. Το ερώτημα είναι αν ο κλάδος θα καταφέρει να προσαρμοστεί εγκαίρως ή αν η κλιματική κρίση θα καταστήσει αναπόφευκτες τις συνέπειες.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.