27 Σεπ 2025
READING

Ανοδικός τουρισμός και οι προκλήσεις για βιώσιμη ανάπτυξη στον κλάδο

4 MIN READ

Ανοδικός τουρισμός και οι προκλήσεις για βιώσιμη ανάπτυξη στον κλάδο

Ανοδικός τουρισμός και οι προκλήσεις για βιώσιμη ανάπτυξη στον κλάδο

Ο ελληνικός τουρισμός το 2025 συνεχίζει να κινείται σε ανοδική πορεία, με τα επίσημα στοιχεία να δίνουν μια εικόνα που οδηγεί σε νέο ρεκόρ. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου ανήλθαν σε 12,18 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 12,5% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2024. Μόνο τον Ιούλιο, οι εισπράξεις διαμορφώθηκαν στα 4,52 δισ. ευρώ, έναντι 3,93 δισ. τον περσινό αντίστοιχο μήνα, σημειώνοντας άνοδο 15%. Η αύξηση αυτή δεν αποδίδεται τόσο σε έκρηξη των αφίξεων, οι οποίες στο επτάμηνο ενισχύθηκαν κατά 2,6%, όσο στη μεγαλύτερη δαπάνη ανά ταξίδι. Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει ότι η μέση δαπάνη ενισχύθηκε κατά περίπου 9%, με τον ταξιδιώτη να ξοδεύει σημαντικά περισσότερα σε σχέση με πέρυσι.

Πίσω όμως από αυτήν την ενθαρρυντική εικόνα αποκαλύπτεται μια πιο σύνθετη πραγματικότητα. Στον χώρο της φιλοξενίας και της εστίασης οι επαγγελματίες διαπιστώνουν ότι οι υψηλές πληρότητες και η αυξημένη κίνηση δεν σημαίνουν πάντα περισσότερα έσοδα. Το αυξημένο λειτουργικό κόστος σε ενέργεια, μισθοδοσία και προμήθειες απορροφά μεγάλο μέρος της όποιας βελτίωσης, ενώ ο ανταγωνισμός από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις εξακολουθεί να μειώνει το μερίδιο της παραδοσιακής φιλοξενίας. Σε αρκετές περιπτώσεις οι μονάδες αναγκάζονται να συγκρατήσουν τις τιμές τους για να παραμείνουν ανταγωνιστικές, με αποτέλεσμα τα περιθώρια κέρδους να παραμένουν περιορισμένα ακόμη και σε περιόδους αιχμής, όταν η πληρότητα αγγίζει το 90% ή το 95%. Για τις μικρότερες επιχειρήσεις η πίεση είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς στερούνται τη διαπραγματευτική δύναμη για καλύτερες τιμές προμηθειών και τη δυνατότητα να απορροφήσουν πιο εύκολα το αυξημένο κόστος.

Η ραγδαία εξάπλωση των καταλυμάτων τύπου Airbnb έχει μεταβάλει αισθητά τη δομή της αγοράς. Ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ταξιδιωτών στρέφεται σε πιο οικονομικές επιλογές διαμονής, οι οποίες προσφέρουν και τη δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης. Η αλλαγή αυτή έχει ως συνέπεια σημαντικό μέρος της τουριστικής δαπάνης να διοχετεύεται εκτός των ξενοδοχείων, σε σούπερ μάρκετ και άλλες μορφές λιανεμπορίου, με άμεσο αντίκτυπο στα έσοδα της παραδοσιακής φιλοξενίας.

Η τάση αυτή γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στη σχέση ανάμεσα στα ξενοδοχεία και τα σούπερ μάρκετ. Στα καταλύματα που προσφέρουν ημιδιατροφή ή all inclusive, η μεγαλύτερη μερίδα της τουριστικής δαπάνης παραμένει εντός της μονάδας, μέσω των γευμάτων, των ποτών και των πρόσθετων υπηρεσιών. Αντίθετα, στην περίπτωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και των καταλυμάτων με δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης, οι επισκέπτες στρέφονται στα σούπερ μάρκετ για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε τρόφιμα, ποτά ή άλλα είδη καθημερινής χρήσης. Έτσι, τα ποσά που διαφορετικά θα κατευθύνονταν σε ξενοδοχεία και εστιατόρια μεταφέρονται στην οργανωμένη λιανική, δημιουργώντας μια σαφή μετατόπιση εσόδων από την παραδοσιακή φιλοξενία προς τον κλάδο του λιανεμπορίου.

Παρόμοια εικόνα καταγράφεται και στον χώρο της εστίασης. Παρά το γεγονός ότι η τουριστική κίνηση διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, η κατανάλωση ανά πελάτη δεν αντανακλά την άνοδο που δείχνουν τα συνολικά στοιχεία. Σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, ο κύκλος εργασιών του κλάδου στο β’ τρίμηνο του 2025 ανήλθε σε περίπου 2,7 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση 2,6% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Η υποχώρηση αυτή αποδίδεται κυρίως στις νέες καταναλωτικές συνήθειες των επισκεπτών, οι οποίοι προτιμούν πιο οικονομικές λύσεις για τη διατροφή τους. Η δυνατότητα μαγειρέματος σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, η αγορά έτοιμων γευμάτων ή η προμήθεια προϊόντων από σούπερ μάρκετ περιορίζουν τη ζήτηση για τα παραδοσιακά εστιατόρια, αποτυπώνοντας μια μετατόπιση της τουριστικής δαπάνης προς άλλους κλάδους.

Αντίθετα, οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ στις τουριστικές περιοχές καταγράφουν άνοδο τζίρου. Η αυξημένη παρουσία τους σε νησιά και παραθαλάσσιους προορισμούς ενισχύει τη θέση τους, καθώς εξυπηρετούν ταξιδιώτες που καλύπτουν εκεί τις καθημερινές τους ανάγκες, από τρόφιμα και ποτά έως είδη παραλίας. Έτσι, ενώ οι συνολικές εισπράξεις του τουρισμού εμφανίζονται ενισχυμένες, η κατανομή τους μεταξύ των κλάδων δεν είναι ισόρροπη.

Καθοριστικό ρόλο παίζει και η διάρκεια παραμονής. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιούλιο του 2025 ο μέσος όρος διανυκτέρευσης ήταν 4,9 ημέρες, στοιχείο που επιβεβαιώνει την τάση για συντομότερα ταξίδια. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με το υψηλότερο ημερήσιο κόστος, σημαίνει ότι τα συνολικά έσοδα που αποκομίζει μια μονάδα φιλοξενίας ή εστίασης μπορεί να είναι χαμηλότερα σε σχέση με παλαιότερα, παρά την άνοδο στη μέση ημερήσια δαπάνη.

Η εικόνα που διαμορφώνεται παρουσιάζει έναν τουρισμό που εξακολουθεί να ενισχύει τα δημόσια έσοδα και να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πυλώνες της οικονομίας, χωρίς ωστόσο όλα τα τμήματα της αλυσίδας να επωφελούνται στον ίδιο βαθμό. Οι επιχειρήσεις φιλοξενίας και εστίασης βρίσκονται αντιμέτωπες με αυξημένα κόστη και αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες που περιορίζουν τα περιθώρια κέρδους τους, ενώ το λιανεμπόριο τροφίμων και τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης απορροφούν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής δαπάνης.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.