Η απώλεια και η σπατάλη τροφίμων αποτελούν μία από τις πιο χαρακτηριστικές αντιφάσεις της εποχής μας. Παρά το γεγονός ότι η γεωργική παραγωγή έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα και η τεχνολογία προσφέρει λύσεις σχεδόν για κάθε στάδιο της αλυσίδας τροφίμων, εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να στερούνται την πρόσβαση στο βασικό αγαθό της τροφής. Την ίδια στιγμή, τεράστιες ποσότητες καταλήγουν καθημερινά στα απορρίμματα. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην ηθική του διάσταση, αλλά αγγίζει τον πυρήνα της βιωσιμότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικονομικής σταθερότητας.
Τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι διεθνείς οργανισμοί είναι αποκαλυπτικά. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας και το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του ΟΗΕ εκτιμούν ότι περίπου το 30% της γεωργικής γης καλλιεργείται για την παραγωγή τροφίμων που τελικά δεν καταναλώνονται, ενώ η απώλεια και η σπατάλη ευθύνονται για περίπου το 7% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η αναποτελεσματική χρήση των πόρων, όπως το νερό, η ενέργεια, η εργασία και το κεφάλαιο, καθιστά το πρόβλημα ακόμη πιο σοβαρό, ενώ η απόρριψη οργανικών αποβλήτων σε χώρους ταφής οδηγεί στην εκπομπή μεθανίου, ενός αερίου με υψηλή συμβολή στην κλιματική αλλαγή.
Η απώλεια τροφίμων εντοπίζεται κυρίως στα πρώτα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας. Στα αγροκτήματα, οι ακατάλληλες τεχνικές, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες και η λανθασμένη χρονική στιγμή της συγκομιδής οδηγούν σε απώλειες που οι παραγωγοί δεν μπορούν πάντοτε να αποτρέψουν. Η έλλειψη σύγχρονων υποδομών αποθήκευσης, όπως ψυκτικοί θάλαμοι και προηγμένα συστήματα διαχείρισης, περιορίζει ακόμη περισσότερο τη διάρκεια ζωής των προϊόντων, ενώ στη μεταφορά, οι τεχνικές βλάβες, η κακή συσκευασία ή οι καθυστερήσεις, αυξάνουν τον κίνδυνο αλλοίωσης, ιδιαίτερα για τα προϊόντα που απαιτούν συνθήκες ψύξης.
Η σπατάλη εμφανίζεται και στους τελικούς κρίκους της αλυσίδας και συνδέεται συχνά με τις επιλογές των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Στο λιανικό εμπόριο, προϊόντα αποσύρονται επειδή δεν πληρούν αισθητικά πρότυπα ή έχουν μικρή διάρκεια ζωής, ακόμη και αν παραμένουν ασφαλή προς κατανάλωση. Η ζήτηση είναι πολλές φορές απρόβλεπτη και οδηγεί σε υπερβολικές ποσότητες που τελικά πετιούνται. Στα νοικοκυριά, η έλλειψη προγραμματισμού στις αγορές, η αγορά περισσότερων τροφίμων από όσα χρειάζονται, η ελλιπής αποθήκευση και η σύγχυση γύρω από τις ενδείξεις «ανάλωση έως» και «κατά προτίμηση πριν από» αποτελούν βασικούς παράγοντες που οδηγούν σε απώλειες, οι οποίες αν και μικρές σε ατομικό επίπεδο, αθροίζονται σε εντυπωσιακά μεγέθη όταν υπολογίζονται συνολικά.
Η διεθνής κοινότητα έχει αντιληφθεί τη σοβαρότητα του προβλήματος. Το 2019, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών όρισε την 29η Σεπτεμβρίου ως Διεθνή Ημέρα Ενημέρωσης για την Απώλεια και Σπατάλη Τροφίμων, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία κυβερνήσεων, επιχειρήσεων και κοινωνίας για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Η απόφαση αυτή, που στηρίχθηκε από κράτη, όπως η Ανδόρρα και ο Άγιος Μαρίνος, αποτέλεσε αφετηρία για την ανάδειξη του ζητήματος ως παγκόσμιας προτεραιότητας.
Μέσα στην Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του ΟΗΕ, ο Στόχος 12.3 προβλέπει μείωση κατά το ήμισυ της σπατάλης τροφίμων σε επίπεδο λιανικής και καταναλωτή και περιορισμό των απωλειών σε όλη την παραγωγική και εφοδιαστική αλυσίδα. Την εφαρμογή αυτού του στόχου παρακολουθούν και συντονίζουν δύο βασικοί οργανισμοί. Ο FAO, μέσα από τον Δείκτη Απώλειας Τροφίμων, εστιάζει σε πολιτικές και οικονομικά κίνητρα που μπορούν να περιορίσουν τις απώλειες κοντά στο στάδιο της παραγωγής, ενώ το UNEP, με τον Δείκτη Σπατάλης Τροφίμων, αναπτύσσει δράσεις ενημέρωσης και κινητοποίησης τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Η μείωση της απώλειας και της σπατάλης δεν είναι μόνο περιβαλλοντική επιταγή, αλλά και κοινωνική προτεραιότητα. Κάθε κιλό τροφίμου που καταλήγει στα απορρίμματα σημαίνει χαμένους πόρους που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την επισιτιστική ασφάλεια και να βελτιώσουν την πρόσβαση σε προσιτά προϊόντα για τα ευάλωτα νοικοκυριά. Σε πολλές χώρες, η σπατάλη συνδέεται με αύξηση τιμών και με διεύρυνση των ανισοτήτων, καθώς πλήττει περισσότερο όσους ήδη δυσκολεύονται να καλύψουν βασικές ανάγκες.
Η λύση απαιτεί πολυεπίπεδη δράση και αλλαγή νοοτροπίας. Νέες τεχνολογίες, όπως ψηφιακές αγορές που φέρνουν πιο κοντά παραγωγούς και καταναλωτές, κινητές μονάδες μεταποίησης για την αξιοποίηση πλεονασμάτων και εφαρμογές που βοηθούν τα νοικοκυριά να οργανώνουν καλύτερα τις αγορές και τα γεύματά τους, μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά. Η βελτίωση της αποθήκευσης και της μεταφοράς, οι επενδύσεις σε ανθεκτικές υποδομές και η εκπαίδευση παραγωγών και καταναλωτών αποτελούν εξίσου κρίσιμα βήματα.
Η απώλεια και η σπατάλη τροφίμων δεν είναι ένα απλό τεχνικό ζήτημα, αλλά μια συλλογική πρόκληση που αγγίζει τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε, διανέμουμε και καταναλώνουμε την τροφή μας. Η αντιμετώπισή της μπορεί να συμβάλει στη μείωση της φτώχειας, στη βελτίωση της δημόσιας υγείας, στη σταθεροποίηση του κλίματος και στη διαφύλαξη των φυσικών πόρων. Η Διεθνής Ημέρα Ενημέρωσης λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η αλλαγή είναι αναγκαία, αλλά και εφικτή, εφόσον υπάρξει συνεργασία και κοινή δέσμευση από όλους τους εμπλεκόμενους κρίκους, από την παραγωγή και το εμπόριο έως το νοικοκυριό.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.