Το 2024 η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρονικού εμπορίου επιχειρήσεων προς καταναλωτές (B2C) συνέχισε την ανοδική της πορεία, με τον συνολικό κύκλο εργασιών να αυξάνεται κατά 7% και να διαμορφώνεται στα 819 δισ. ευρώ, έναντι 765 δισ. ευρώ το 2023. Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Έκθεση Ηλεκτρονικού Εμπορίου 2025, που παρουσιάστηκε από τον Ελληνικό Σύνδεσμο Ηλεκτρονικού Εμπορίου σε συνεργασία με τον Ecommerce Europe και το EuroCommerce.
Η ανάπτυξη, όπως είναι αναμενόμενο, δεν ήταν η ίδια για όλες τις γεωγραφικές περιοχές της Ευρώπης. Τη μεγαλύτερη δυναμική, με ρυθμό ανάπτυξης 18% και κύκλο εργασιών 19,9 δισ. ευρώ, εμφάνισε η Ανατολική Ευρώπη. Ακολούθησε η Νότια Ευρώπη, η οποία σημείωσε άνοδο 9% (182,9 δισ. ευρώ), η Κεντρική 8% (85,9 δισ. ευρώ), ενώ η Βόρεια Ευρώπη κινήθηκε στον μέσο όρο με 7% (63,5 δισ. ευρώ). Την χαμηλότερη αύξηση (5%) σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, κατέγραψε η Δυτική Ευρώπη, φθάνοντας τα 466,5 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι η τελευταία αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιοχές, ενώ το 81% του B2C τζίρου το 2024 πραγματοποιήθηκε εντός της ΕΕ-27.
Σε επίπεδο χωρών, ξεχώρισαν περιπτώσεις έντονης ανόδου, κυρίως λόγω μεθοδολογικών αλλαγών και καλύτερης κάλυψης δεδομένων. Πρωτοπόρος της ανόδου η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η οποία εμφάνισε αύξηση 117%, η Ουκρανία 92%, ενώ σημαντικές επιδόσεις κατέγραψαν η Βουλγαρία (+20%), η Εσθονία (+18%) και η Βόρεια Μακεδονία (+15%). Στον αντίποδα, Γερμανία και Τσεχία δεν σημείωσαν καμία αύξηση και παρέμειναν σταθερές. Στην κατάταξη των μεγαλύτερων αγορών, η Γαλλία κατέκτησε την πρώτη θέση με τζίρο 175,3 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας το Ηνωμένο Βασίλειο (127 δισ. ευρώ), το οποίο πλέον καταγράφει μόνο αγαθά και όχι υπηρεσίες. Η Ισπανία ανέβηκε πάνω από τη Γερμανία με 95,2 δισ. ευρώ, ενώ ακολουθούν η Ιταλία (58,5 δισ.) και η Πολωνία (43,4 δισ.).
Η χρήση του διαδικτύου έφθασε το 93% του πληθυσμού (ηλικίες 16-74), έναντι 92% το 2023, με την πρόβλεψη για το 2025 να αγγίζει το 94%. Σε επίπεδο περιφερειών, η Βόρεια Ευρώπη έχει την υψηλότερη διείσδυση (98%), ακολουθούμενη από τη Δυτική (96%), την Κεντρική (93%) και τη Νότια Ευρώπη (92%), ενώ η Ανατολική υπολείπεται με 85%. Ορισμένες χώρες, όπως Δανία, Ολλανδία, Νορβηγία και Ελβετία, έχουν ήδη φτάσει στο 100%. Αντίθετα, χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται σε Μολδαβία (64%), Ουκρανία (79%), Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία και Ελλάδα (87%).
Όσον αφορά τη συμπεριφορά των καταναλωτών, το 73% του πληθυσμού ηλικίας 16-74 πραγματοποίησε online αγορές το 2024, έναντι 71% το 2023. Στη Βόρεια Ευρώπη το ποσοστό ανέρχεται σε 84%, στη Δυτική σε 83% και στην Κεντρική στο 73% (όσο και ο μέσος όρος της ΕΕ). Χαμηλότερα κινούνται η Νότια Ευρώπη (61%) και η Ανατολική (57%). Στις κορυφαίες χώρες βρίσκονται η Ιρλανδία (95%), η Ολλανδία (94%), ενώ ακολουθούν το Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία, Νορβηγία και Ισλανδία με 91%. Αντίθετα, πολύ χαμηλή διείσδυση έχουν η Μολδαβία (27%), το Μαυροβούνιο (35%), η Αλβανία (38%), η Βοσνία-Ερζεγοβίνη (44%), η Βουλγαρία (50%) και η Ιταλία (54%).
Η Έκθεση υπογραμμίζει ότι η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρονικού εμπορίου βρίσκεται σε μια καμπή όπου συνυπάρχουν μεγάλες προοπτικές, αλλά και ουσιαστικά εμπόδια. Από τη μία πλευρά, η ζήτηση για online αγορές συνεχίζει να αυξάνεται, γεγονός που δημιουργεί έδαφος για περαιτέρω ανάπτυξη. Η ταχεία εξέλιξη νέων τεχνολογιών, ιδιαίτερα στον τομέα των πληρωμών και της τεχνητής νοημοσύνης, δίνει στους λιανεμπόρους εργαλεία για να προσφέρουν πιο προσωποποιημένες υπηρεσίες, καλύτερη εξυπηρέτηση πελατών και πιο ακριβείς προβλέψεις ζήτησης. Παράλληλα, νέα επιχειρηματικά μοντέλα, όπως το second-hand, η ενοικίαση ή τα ανακατασκευασμένα προϊόντα, ανταποκρίνονται τόσο σε οικονομικές όσο και σε περιβαλλοντικές ανάγκες, διευρύνοντας τις επιλογές για τους καταναλωτές. Στην ίδια κατεύθυνση, η στροφή στη βιωσιμότητα ενισχύεται, με έμφαση σε οικολογικές συσκευασίες, ηλεκτρικά δίκτυα διανομής και τοπικές αλυσίδες logistics, τα οποία γίνονται ολοένα πιο ελκυστικά για ένα κοινό που αναζητά υπεύθυνες πρακτικές. Η τεχνητή νοημοσύνη ενισχύει την εξατομίκευση, τη διαχείριση τιμών και τις προβλέψεις ζήτησης, όμως μόνο το 6% των ΜΜΕ πληροί σήμερα τα υψηλά ψηφιακά κριτήρια της ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, οι προκλήσεις παραμένουν έντονες. Το ρυθμιστικό πλαίσιο στην Ευρώπη είναι ιδιαίτερα σύνθετο και διαφοροποιημένο ανά χώρα, κάτι που δυσκολεύει τη λειτουργία των επιχειρήσεων σε διασυνοριακό επίπεδο. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής οικονομίας, χρειάζονται μεγαλύτερη στήριξη για να υιοθετήσουν ψηφιακά εργαλεία και πρακτικές που θα τους επιτρέψουν να ανταγωνιστούν με ίσους όρους. Σημαντικός παράγοντας πίεσης είναι και ο ανταγωνισμός εκτός Ευρώπης, κυρίως από ασιατικές αγορές, όπου οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και τα λιγότερο αυστηρά ρυθμιστικά πλαίσια δημιουργούν αθέμιτα πλεονεκτήματα. Την ίδια στιγμή, οι μηχανισμοί επιβολής κανόνων στην ΕΕ παραμένουν περιορισμένοι, γεγονός που δυσκολεύει την προστασία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και καταναλωτών απέναντι σε αθέμιτες πρακτικές.
Τέλος, οι καταναλωτές στρέφονται όλο και περισσότερο σε ευέλικτες μορφές παράδοσης, όπως το click-and-collect ή οι θυρίδες, ενώ αυξάνεται η χρήση mobile πληρωμών και ηλεκτρονικών πορτοφολιών. Σε ορισμένες χώρες η αντικαταβολή παραμένει δημοφιλής. Οι οικονομικές πιέσεις οδηγούν σε πιο συγκρατημένες αγορές, μεγαλύτερη έμφαση στη σύγκριση τιμών μεταξύ χωρών και αυξημένη ζήτηση για προϊόντα δεύτερης χρήσης.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.