Ο κλάδος του λιανεμπορίου αντιμετωπίζει πιέσεις και οι πωλήσεις ειδών πολυτελείας δείχνουν σημάδια κόπωσης, ενώ οι μάρκες προσπαθούν να ενισχύσουν τη σχέση τους με το κοινό, επενδύοντας περισσότερο στην ποιότητα, τη βιωσιμότητα και την εικόνα τους.
Ωστόσο, ένα από τα πιο ουσιαστικά ζητήματα που αναδεικνύει η πρόσφατη έρευνα του Vogue Business φαίνεται να παραμένει άλυτο. Η ασυνέπεια στα μεγέθη, η κακή εφαρμογή των ρούχων και η έλλειψη πραγματικής εκπροσώπησης διαφορετικών σωματότυπων αποδεικνύονται σήμερα βασικοί λόγοι για τους οποίους ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές απομακρύνονται από τη μόδα. Το πρόβλημα δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως τεχνικό ή αισθητικό, αλλά αγγίζει την ψυχολογία των αγοραστών και επηρεάζει βαθιά τη σχέση εμπιστοσύνης που συνδέει τις μάρκες με το κοινό τους.
Η έρευνα του Vogue Business, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με αναγνώστες των Vogue, GQ και Vogue Business σε Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες, φέρνει στο φως μια πραγματικότητα που συχνά υποτιμάται. Σχεδόν οι μισοί ερωτηθέντες δήλωσαν ότι η κακή εφαρμογή αποτελεί βασικό λόγο αποφυγής αγοράς, ενώ περισσότερο από το ένα τρίτο ανέφερε την ασυνέπεια στα μεγέθη μεταξύ διαφορετικών εταιρειών. Τα ευρήματα δείχνουν ότι το σωστό μέγεθος και η καλή εφαρμογή έχουν για τους καταναλωτές την ίδια βαρύτητα με την τιμή και την ποιότητα. Αυτό αποδεικνύει πως οι αγοραστές δεν ενδιαφέρονται μόνο για την εμφάνιση ενός ρούχου, αλλά και για το πόσο άνετο, λειτουργικό και αξιόπιστο είναι στην πράξη.
Το πιο ανησυχητικό εύρημα είναι ότι η δυσαρέσκεια δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες σωμάτων. Ενώ οι γυναίκες μεσαίων και μεγαλύτερων μεγεθών νιώθουν συχνά αποκλεισμένες από την πολυτελή μόδα, η ίδια ανασφάλεια αρχίζει να επεκτείνεται και σε άλλες ομάδες καταναλωτών. Η περιορισμένη διαθεσιμότητα μεγεθών, η αδυναμία δοκιμής στα φυσικά καταστήματα και η αίσθηση ότι τα ρούχα σχεδιάζονται για ένα μόνο είδος σώματος ενισχύουν το χάσμα ανάμεσα στις μάρκες και το κοινό τους. Η απουσία ενός ενιαίου, καθολικά αποδεκτού συστήματος μεγεθών έχει οδηγήσει πολλούς καταναλωτές σε σύγχυση, με αποτέλεσμα συχνές επιστροφές, χαμηλότερη ικανοποίηση και δυσπιστία που αυξάνεται εκθετικά απέναντι στις εταιρείες.
Το φαινόμενο των ασυνεπών μεγεθών, γνωστό και ως vanity sizing, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο. Πρόκειται για τη συνήθη πρακτική όπου τα ρούχα παράγονται εσκεμμένα λίγο μεγαλύτερα, ώστε ο αγοραστής να νιώθει καλύτερα με το νούμερό του και να ενισχύεται η αίσθηση αυτοπεποίθησης. Αν και αυτή η τακτική μπορεί να ενισχύσει προσωρινά την αυτοπεποίθηση του αγοραστή, μακροπρόθεσμα υπονομεύει τη διαφάνεια και τη συνέπεια του κλάδου. Όπως δείχνει η έρευνα, εννέα στους δέκα καταναλωτές δηλώνουν ότι το μέγεθός τους διαφέρει από εταιρεία σε εταιρεία, γεγονός που μετατρέπει τις αγορές ρούχων σε μια διαδικασία δοκιμών και σφαλμάτων, ιδιαίτερα στο ηλεκτρονικό εμπόριο όπου δεν υπάρχει δυνατότητα φυσικής δοκιμής.
Πέρα από το πρακτικό κομμάτι, η συζήτηση για τα μεγέθη έχει και έναν βαθύ συναισθηματικό πυρήνα. Σχεδόν οι μισοί συμμετέχοντες στην έρευνα του Vogue Business ανέφεραν ότι νιώθουν πίεση να αλλάξουν το σώμα τους για να μπορούν να φορούν τα ρούχα που επιθυμούν. Οι επιρροές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι καμπάνιες με περιορισμένη εκπροσώπηση και η κυριαρχία συγκεκριμένων προτύπων ομορφιάς ενισχύουν αυτή την πίεση. Για πολλούς ανθρώπους, η εμπειρία του να μην βρίσκουν ρούχα που να εφαρμόζουν σωστά δεν είναι μόνο μια απογοήτευση, αλλά είναι ένα μήνυμα αποκλεισμού.
Η έλλειψη προσαρμοστικότητας της βιομηχανίας στις πραγματικές ανάγκες των σωμάτων οδηγεί σε αποξένωση. Ειδικά οι γυναίκες με μεγαλύτερο στήθος ή πιο καμπυλωτή σιλουέτα αναφέρουν ότι τα περισσότερα ρούχα δεν λαμβάνουν υπόψη τη φυσική ποικιλία των αναλογιών. Αντί να σχεδιάζονται διαφορετικές γραμμές ανάλογα με τον σωματότυπο, οι εταιρείες συχνά μεγεθύνουν απλώς τα υπάρχοντα σχέδια, παραβλέποντας τις διαφοροποιήσεις. Το αποτέλεσμα είναι ρούχα που μπορεί να είναι στενά σε ένα σημείο και φαρδιά σε άλλο, αποτυγχάνοντας να εξυπηρετήσουν τον στόχο της άνεσης και της αυτοπεποίθησης.
Η έρευνα επισημαίνει, επίσης, ότι σημαντικό ποσοστό των καταναλωτών θα ήταν πρόθυμο να πληρώσει περισσότερο για ρούχα που προσφέρουν καλύτερη εφαρμογή ή για υφάσματα ανώτερης ποιότητας, τα οποία δεν αλλοιώνονται ή διαφανίζουν. Αυτή η προθυμία δείχνει πως το πρόβλημα δεν είναι η τιμή, αλλά η αίσθηση ότι η μόδα δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πραγματικού ανθρώπινου σώματος. Ορισμένοι σχεδιαστές προσπαθούν ήδη να αλλάξουν αυτή την αντίληψη, δημιουργώντας ρούχα που προσαρμόζονται στο σώμα και όχι το αντίστροφο. Τα σχέδια με ρυθμιζόμενες ραφές, ελαστικά σημεία ή προσαρμοζόμενα μήκη δίνουν μια νέα διάσταση στην έννοια της ένδυσης, εισάγοντας τη λογική της προσωπικής ευελιξίας.
Η τεχνολογία προσφέρει νέες λύσεις. Εταιρείες, όπως η Saiz, με έδρα το Βερολίνο, αξιοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη για να βοηθήσουν τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους καταναλωτές να κατανοήσουν καλύτερα τη σχέση ανάμεσα στο σώμα και στο ρούχο. Μέσα από συστήματα ψηφιακής μέτρησης και εξατομικευμένες προτάσεις, τέτοιες εφαρμογές μειώνουν τα ποσοστά επιστροφών και αυξάνουν την ικανοποίηση των πελατών, αποδεικνύοντας ότι η καινοτομία μπορεί να λειτουργήσει συμπεριληπτικά. Παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα, πολλοί οίκοι υψηλής ραπτικής παραμένουν διστακτικοί να υιοθετήσουν τέτοιες λύσεις, θεωρώντας ότι απειλούν την παραδοσιακή εικόνα της αποκλειστικότητας.
Όμως, η πραγματική πολυτέλεια δεν βρίσκεται πλέον στη σπανιότητα, αλλά στην ενσυναίσθηση. Οι άνθρωποι επιθυμούν ρούχα που να τους αντιπροσωπεύουν και να τους χωρούν, όχι μόνο σωματικά, αλλά και συμβολικά. Η διαφορετικότητα και η αυθεντικότητα δεν είναι απλώς τάσεις, αλλά προϋποθέσεις ύπαρξης.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.