Η εντυπωσιακή άνοδος της κινεζικής πλατφόρμας ηλεκτρονικού εμπορίου Temu στην ευρωπαϊκή αγορά προκαλεί νέο κύμα συζητήσεων γύρω από τις πρακτικές φορολόγησης των πολυεθνικών και την ισορροπία στον ανταγωνισμό του λιανικού εμπορίου.
Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλείται ο The Guardian, η Temu κατέγραψε το 2024 προ φόρων κέρδη σχεδόν 120 εκατομμυρίων δολαρίων, αυξημένα κατά 171% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, παρότι απασχολεί μόλις οκτώ άτομα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η άνοδος αυτή αποδίδεται στη μαζική απήχηση των εξαιρετικά χαμηλών τιμών της και στη συνεχή προώθηση των προϊόντων της μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία έχουν μετατραπεί στο κύριο κανάλι επικοινωνίας της με τους καταναλωτές.
Η θεαματική αυτή κερδοφορία συνοδεύτηκε από ελάχιστο φορολογικό αποτύπωμα. Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, η εταιρεία κατέβαλε μόλις 18 εκατομμύρια δολάρια σε εταιρικούς φόρους, ποσό που περιλαμβάνει περίπου 3 εκατομμύρια από την πρόσθετη επιβάρυνση που θεσπίστηκε στα τέλη του 2023 μετά την υιοθέτηση του ελάχιστου παγκόσμιου φορολογικού συντελεστή από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, τα οικονομικά στοιχεία της Whaleco Technology, της ιρλανδικής θυγατρικής που λειτουργεί ως ευρωπαϊκή έδρα του ομίλου, δείχνουν εκτίναξη των εσόδων στα 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια, έναντι 758 εκατομμυρίων την προηγούμενη χρονιά.
Η Temu, που εισήλθε στην ευρωπαϊκή αγορά μόλις δύο χρόνια πριν, έχει πλέον ξεπεράσει τα 115 εκατομμύρια πελάτες σε ολόκληρη την ΕΕ. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί σε περισσότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Ευρώπης και αποτυπώνει τον ρυθμό με τον οποίο η πλατφόρμα έχει διεισδύσει στην καθημερινότητα των καταναλωτών. Παράλληλα, τα στοιχεία από τη δραστηριότητα της Temu στο Ηνωμένο Βασίλειο δείχνουν σχεδόν διπλασιασμό των εσόδων και των κερδών, ενισχύοντας περαιτέρω το αποτύπωμά της στην ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρονικού εμπορίου.
Η επιτυχία αυτή έρχεται τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις στρεβλώσεις που δημιουργεί το λεγόμενο «παραθυράκι των 150 ευρώ». Μέσω αυτού, δέματα χαμηλής αξίας αποφεύγουν τους τελωνειακούς δασμούς και τους ελέγχους στα σύνορα, επιτρέποντας σε εταιρείες, όπως η Temu και η Shein, να αποστέλλουν τεράστιους όγκους προϊόντων με ελάχιστο κόστος. Μόνο το 2024, στην ΕΕ εισήλθαν 4,6 δισεκατομμύρια τέτοια δέματα, δηλαδή περίπου δώδεκα εκατομμύρια την ημέρα, αριθμός τριπλάσιος σε σχέση με το 2022. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η εφημερίδα, πάνω από το 91% αυτών προήλθε από την Κίνα, γεγονός που αποτυπώνει την κλίμακα και την επιρροή της ασιατικής βιομηχανίας ηλεκτρονικού εμπορίου.
Από τον Ιούλιο του 2025 οι ευρωπαϊκές αρχές έχουν ήδη ξεκινήσει να εντείνουν τους ελέγχους, ενώ προβλέπεται η επιβολή τελωνειακών δασμών για τα μικροδέματα από το 2028. Στο μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν ήδη στην κατάργηση του κανόνα «de minimis», που επέτρεπε την εισαγωγή προϊόντων αξίας κάτω των 800 δολαρίων χωρίς δασμούς, σε μια προσπάθεια να περιορίσουν την ανεξέλεγκτη επέκταση των κινεζικών γιγάντων Temu και Shein. Παρόμοια συζήτηση βρίσκεται σε εξέλιξη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το υπουργείο Οικονομικών επανεξετάζει το δικό του καθεστώς απαλλαγών.
Σύμφωνα με τον Paul Monaghan, διευθύνοντα σύμβουλο του Fair Tax Foundation, η ιρλανδική θυγατρική της Temu διαχειρίστηκε πωλήσεις ύψους περίπου δέκα δισεκατομμυρίων δολαρίων στην ΕΕ, καθώς το ποσό των 1,7 δισεκατομμυρίων που καταγράφεται στους λογαριασμούς αφορά αποκλειστικά τις προμήθειες και τα τέλη από ανεξάρτητους πωλητές που χρησιμοποιούν την πλατφόρμα. Αν συνυπολογιστούν οι εκτιμώμενες πωλήσεις ύψους δύο δισεκατομμυρίων στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Temu θα ξεπερνούσε σε μέγεθος τη βρετανική αλυσίδα Next και θα πλησίαζε εκείνη της Primark.
Ο Monaghan υπογράμμισε ότι εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για το πώς μια εταιρεία με τόσο υψηλό όγκο πωλήσεων μπορεί να διατηρεί τόσο περιορισμένο οικονομικό και φορολογικό αποτύπωμα στην Ευρώπη. Όπως εξηγεί, η Temu λειτουργεί μέσω ενός πλέγματος εταιρειών σε χώρες με ευνοϊκή φορολογική νομοθεσία, με τρόπο που αφήνει ελάχιστο ή μηδενικό όφελος για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Προειδοποιεί μάλιστα ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις οφείλουν να κινηθούν πιο αποφασιστικά προκειμένου να προστατεύσουν τη φορολογική τους βάση και να διασφαλίσουν συνθήκες ισότιμου ανταγωνισμού με τις εγχώριες επιχειρήσεις. Κατά τον ίδιο, η ενίσχυση της διαφάνειας μέσω δημοσιοποίησης των φόρων που καταβάλλουν οι πολυεθνικές ανά χώρα και η αυστηρή εφαρμογή της παγκόσμιας ελάχιστης φορολόγησης θα αποτελούσαν ουσιαστικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Απαντώντας στα δημοσιεύματα, εκπρόσωπος της Temu ανέφερε ότι οι δραστηριότητες της εταιρείας στην Ιρλανδία αποτελούν πραγματικές λειτουργικές επιχειρήσεις με υπαρκτό προσωπικό και ότι ο μικρός αριθμός εργαζομένων δεν αποτυπώνει το σύνολο των επιχειρησιακών λειτουργιών της εταιρείας στην Ευρώπη. Η Temu, πρόσθεσε, απορρίπτει κατηγορηματικά οποιονδήποτε υπαινιγμό περί φοροαποφυγής και υποστηρίζει ότι έχει ήδη καταβάλει δισεκατομμύρια ευρώ σε φόρους, ΦΠΑ και τελωνειακά τέλη στις ευρωπαϊκές αγορές όπου δραστηριοποιείται.
Η εταιρεία δηλώνει ότι παραμένει προσηλωμένη σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης, με στόχο να οικοδομήσει μια βιώσιμη και αξιόπιστη πλατφόρμα που θα προσφέρει ποιοτικά προϊόντα σε προσιτές τιμές, ενώ ταυτόχρονα θα ενισχύει τους τοπικούς πωλητές σε όλη την Ευρώπη ώστε να διευρύνουν την πελατειακή τους βάση και να εισέλθουν σε νέες αγορές.
Η περίπτωση της Temu αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο το ηλεκτρονικό εμπόριο προσδιορίζει εκ νέου τα όρια του παραδοσιακού εμπορικού μοντέλου στην Ευρώπη. Η εκρηκτική της ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τη χαμηλή φορολογική συνεισφορά, τροφοδοτεί έναν ευρύτερο διάλογο για τη δικαιοσύνη στο διεθνές φορολογικό σύστημα και για το πώς οι κυβερνήσεις θα μπορέσουν να προσαρμοστούν σε μια νέα εποχή όπου η ψηφιακή οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα από τη ρυθμιστική πολιτική που τη διέπει.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.