Η αίσθηση φτώχειας στην Ελλάδα παραμένει βαθιά ριζωμένη, ακόμη κι αν οι αριθμοί δείχνουν μια σχετική σταθερότητα της οικονομίας. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Eurostat για το 2024, σχεδόν δύο στους τρεις Έλληνες, δηλαδή το 66,8% του πληθυσμού, δηλώνουν ότι αισθάνονται φτωχοί.
Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχεδόν διπλάσιο από εκείνο της Βουλγαρίας, που βρίσκεται στη δεύτερη θέση με 37,4%, και περίπου τετραπλάσιο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Η εικόνα αυτή δεν αντικατοπτρίζει μόνο την πραγματική οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, αλλά και την ψυχολογική κόπωση μιας κοινωνίας που για πάνω από μια δεκαετία ζει σε συνθήκες διαρκούς ανασφάλειας και περιορισμένων προσδοκιών.
Ο δείκτης που χρησιμοποιεί η Eurostat για να αποτυπώσει το φαινόμενο αφορά την υποκειμενική φτώχεια, δηλαδή το πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι πολίτες τη δυνατότητά τους να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του νοικοκυριού τους. Δεν πρόκειται για στατιστική μέτρηση εισοδημάτων, αλλά για μια αποτύπωση της αίσθησης που έχουν οι άνθρωποι σχετικά με το αν μπορούν να ζήσουν με αξιοπρέπεια, να καλύψουν τα βασικά έξοδα και να συμμετέχουν κανονικά στην κοινωνική ζωή. Ο στόχος του δείκτη είναι να αποτυπώσει την πραγματική εμπειρία της οικονομικής πίεσης, πέρα από τους αριθμούς και τις οικονομικές προβλέψεις.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η εικόνα είναι αισθητά καλύτερη. Το ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν ότι αισθάνονται φτωχοί μειώθηκε το 2024 στο 17,4%, από 19,1% το 2023 και 18,5% το 2018. Παρά τη βελτίωση αυτή, η Ελλάδα φαίνεται να παραμένει εγκλωβισμένη σε μια διαφορετική πραγματικότητα. Το ποσοστό όσων αισθάνονται φτωχοί παρέμεινε το 2024 σχεδόν αμετάβλητο σε σχέση με το προηγούμενο έτος, φτάνοντας στο 66,8% από 67% το 2023, ενώ η μείωση από το 2018, όταν βρισκόταν στο 74,1%, είναι σχετικά μικρή, μόλις 7,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Η σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Την ίδια εξαετία, στην Κύπρο ο δείκτης υποκειμενικής φτώχειας υποχώρησε από 46,4% στο 20,8%, σημειώνοντας μείωση 25,6 μονάδων. Στην Κροατία μειώθηκε κατά 23 μονάδες, από 42,8% στο 19,8%, στη Βουλγαρία κατά 18,5 μονάδες, από 55,9% στο 37,4%, και στη Ρουμανία κατά 12,2 μονάδες, από 36% στο 23,8%. Οι πολίτες αυτών των χωρών δείχνουν να νιώθουν πιο ασφαλείς και πιο ικανοί να καλύψουν τις ανάγκες τους, κάτι που συνδέεται με την ενίσχυση των εισοδημάτων και τη σταδιακή βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, η αίσθηση φτώχειας φαίνεται να έχει παγιωθεί. Παρότι οι οικονομικοί δείκτες παρουσιάζουν πρόοδο, με αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, η καθημερινότητα των πολιτών δεν αντικατοπτρίζει αυτή τη βελτίωση. Το αυξημένο κόστος ζωής, οι υψηλές τιμές σε τρόφιμα και ενέργεια και η πίεση από τα ενοίκια ή τα στεγαστικά δάνεια συντηρούν την αίσθηση οικονομικής δυσπραγίας.
Η υποκειμενική φτώχεια λειτουργεί έτσι ως καθρέφτης μιας κοινωνίας που μπορεί να βγαίνει από την κρίση σε επίπεδο αριθμών, αλλά όχι σε επίπεδο βιώματος.
Παρόμοια πορεία με την Ελλάδα κατέγραψαν η Ισπανία και η Πορτογαλία, με μείωση του δείκτη κατά 5,3 και 7,2 μονάδες αντίστοιχα την περίοδο 2018-2024. Ωστόσο, τα ποσοστά τους παραμένουν πολύ χαμηλότερα, γύρω στο 22% για κάθε χώρα, γεγονός που δείχνει ότι, αν και οι πολίτες τους αισθάνονται κάποιες πιέσεις, δεν βιώνουν τη φτώχεια ως διαρκή κατάσταση.
Η Eurostat επισημαίνει πως οι νεότερες ηλικίες στην Ευρώπη είναι αυτές που αισθάνονται πιο συχνά φτωχές. Το 2024, το 20,6% των νέων κάτω των 18 ετών δήλωσαν ότι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, ποσοστό υψηλότερο από εκείνο των ενηλίκων 18-64 ετών (17,3%) και των ηλικιωμένων άνω των 65 (14,9%). Και στις τρεις ομάδες πάντως υπήρξε μικρή μείωση σε σχέση με το 2023, κάτι που υποδηλώνει ότι η οικονομική κατάσταση ίσως παρουσιάζει μικρά σημάδια βελτίωσης, χωρίς όμως να αλλάζει η γενικότερη αίσθηση ανασφάλειας.
Η περίπτωση της Ελλάδας παραμένει μοναδική ως προς την ένταση της υποκειμενικής φτώχειας. Το γεγονός ότι δύο στους τρεις πολίτες νιώθουν φτωχοί δείχνει πως το πρόβλημα ξεπερνά τα στενά όρια των οικονομικών μεγεθών. Αντικατοπτρίζει την επίδραση πολλαπλών κρίσεων που διαδέχθηκαν η μία την άλλη, από τη δεκαετία των μνημονίων μέχρι την πανδημία και την ενεργειακή κρίση. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η εμπιστοσύνη των πολιτών στο μέλλον έχει διαβρωθεί, ενώ η καθημερινή προσπάθεια επιβίωσης ενισχύει το αίσθημα κόπωσης και απογοήτευσης.
Η υποκειμενική φτώχεια δεν είναι απλώς μια στατιστική κατηγορία. Είναι ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία αντιλαμβάνεται την αξία της ζωής της και τη δυνατότητα να ονειρεύεται. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το υψηλό ποσοστό δείχνει ότι, παρότι η χώρα έχει αφήσει πίσω της τις πιο σκληρές περιόδους κρίσης, το βάρος των εμπειριών εκείνης της εποχής εξακολουθεί να καθορίζει το πώς οι πολίτες βλέπουν τον εαυτό τους και το μέλλον τους. Η φτώχεια παραμένει μέρος της συλλογικής συνείδησης, θυμίζοντας ότι η πραγματική ανάκαμψη δεν μετριέται μόνο σε ποσοστά ανάπτυξης, αλλά και στην ικανότητα των ανθρώπων να αισθάνονται ασφαλείς, αξιοπρεπείς και ελπιδοφόροι για την επόμενη μέρα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.