Οι ελληνικές τράπεζες διανύουν μια περίοδο σταθερότητας και ισχυρής ανάκαμψης, όπως καταγράφεται στην τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (Οκτώβριος 2025). Μετά από μια δεκαετία αναταράξεων και συστημικών πιέσεων, ο τραπεζικός κλάδος έχει επιστρέψει σε καθεστώς κανονικότητας, επιδεικνύοντας ενισχυμένη κεφαλαιακή επάρκεια, διατηρήσιμη κερδοφορία και αισθητή βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού του. Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι οι δείκτες φερεγγυότητας παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, ενώ η ρευστότητα των τραπεζών κινείται πολύ πάνω από τα εποπτικά όρια, αντανακλώντας την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην εξυγίανση του συστήματος και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Η εξυγίανση των χαρτοφυλακίων, με τον περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά, αποτέλεσε καταλύτη για τη συνολική ανάταξη του τραπεζικού τομέα. Η εφαρμογή στρατηγικών αναδιαρθρώσεων και οι στοχευμένες ενέργειες διαχείρισης κινδύνου, που επιταχύνθηκαν μετά το 2020, οδήγησαν σε συστηματική απομείωση των προβληματικών δανείων, μειώνοντας σημαντικά την έκθεση των τραπεζών σε κινδύνους και ενισχύοντας τη φερεγγυότητά τους. Η πρόοδος αυτή, όπως αναφέρει η Έκθεση, έχει συμβάλει αποφασιστικά στην ενίσχυση της αξιοπιστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τόσο εντός Ελλάδας όσο και στις ευρωπαϊκές αγορές.
Παράλληλα, τα αποτελέσματα του 2024 και των πρώτων μηνών του 2025 αποδεικνύουν τη διατηρήσιμη δυναμική της κερδοφορίας. Η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους, η συγκράτηση του λειτουργικού κόστους και η βελτιωμένη αποτελεσματικότητα στη διαχείριση κεφαλαίων έχουν ενισχύσει την οργανική αποδοτικότητα των τραπεζών. Οι δείκτες αποδοτικότητας (ROE και ROA) διατηρούνται σε θετική πορεία, ενώ τα κεφαλαιακά αποθέματα παρέχουν ικανό περιθώριο ασφαλείας σε ένα διεθνές περιβάλλον που παραμένει ασταθές. Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χαρακτηρίζεται πλέον από «υψηλή ανθεκτικότητα» και «ισχυρή κεφαλαιακή βάση», στοιχεία που το καθιστούν ικανό να στηρίξει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Tο ελληνικό τραπεζικό σύστημα χαρακτηρίζεται πλέον από «υψηλή ανθεκτικότητα» και «ισχυρή κεφαλαιακή βάση».
Παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, η πολιτική διανομής μερισμάτων παραμένει μετρημένη και συνετή. Οι διοικήσεις των τραπεζών εξακολουθούν να προτάσσουν την ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας και τη δημιουργία πρόσθετων αποθεματικών έναντι μελλοντικών κινδύνων. Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι η επιλογή αυτή ευθυγραμμίζεται με τη γενικότερη ευρωπαϊκή εποπτική προσέγγιση, η οποία δίνει έμφαση στη σταθερότητα και όχι στη βραχυπρόθεσμη αποδοτικότητα. Η συγκρατημένη πολιτική μερισμάτων, αν και περιορίζει την άμεση απόδοση προς τους μετόχους, ενισχύει τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος και διατηρεί περιθώρια στήριξης της χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Στην ίδια έκθεση καταγράφεται ότι το ευνοϊκότερο μακροοικονομικό περιβάλλον των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τη σταδιακή σταθεροποίηση του πληθωρισμού και την αποκλιμάκωση των επιτοκίων, συνέβαλαν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των αγορών προς τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο. Οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, η σταθερή δημοσιονομική πορεία και η αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων λειτούργησαν υποστηρικτικά για την ομαλή επέκταση της τραπεζικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, διαπιστώνεται σημαντική πρόοδος στην ψηφιοποίηση των υπηρεσιών, γεγονός που βελτίωσε τη λειτουργική αποδοτικότητα και τη σχέση κόστους προς έσοδα.
Η Έκθεση δεν παραλείπει να επισημάνει και τις πηγές αβεβαιότητας που εξακολουθούν να υφίστανται. Οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι διακυμάνσεις στις τιμές ενέργειας, η ενίσχυση του εμπορικού προστατευτισμού και οι μεταβολές στις διεθνείς ροές κεφαλαίων αποτελούν παράγοντες που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τον ρυθμό ανάπτυξης των οικονομιών και, κατά συνέπεια, να επηρεάσουν το τραπεζικό περιβάλλον. Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών και η προσεκτική εποπτική πολιτική περιορίζουν τον κίνδυνο συστημικών επιπτώσεων.
Η συνολική εικόνα που προκύπτει είναι αυτή ενός τραπεζικού συστήματος που έχει πλέον αφήσει πίσω του την περίοδο αβεβαιότητας και εδραιώνεται ως σταθερός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας. Με ισχυρή κεφαλαιακή βάση, βελτιωμένα θεμελιώδη μεγέθη και συνετή στρατηγική διαχείρισης, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να στηρίζουν την ανάπτυξη, να χρηματοδοτούν νέες επενδύσεις και να ενισχύουν τη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία. Η έκθεση αποτυπώνει μια συγκρατημένη, αλλά σαφή αισιοδοξία, επισημαίνοντας ότι η πρόοδος είναι ουσιαστική, ενώ η διατήρηση της σταθερότητας παραμένει το θεμέλιο για τη βιώσιμη πορεία των τραπεζών.
Σε αυτή τη συγκυρία, η διατήρηση της εμπιστοσύνης και της χρηματοπιστωτικής πειθαρχίας παραμένει καθοριστικός παράγοντας για τη μελλοντική πορεία του τραπεζικού κλάδου. Η προσήλωση στη βιώσιμη ανάπτυξη, η συστηματική επένδυση στην τεχνολογία και η ενίσχυση της διαφάνειας συνθέτουν τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους διαμορφώνεται η επόμενη ημέρα των ελληνικών τραπεζών. Παρά τις διεθνείς αναταράξεις, το περιβάλλον εμφανίζει για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια στοιχεία σταθερότητας και ώριμες προοπτικές εξέλιξης, που ενισχύουν τη θέση και την αξιοπιστία του συστήματος.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.