Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται μπροστά σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις της κλιματικής της πολιτικής, καθώς οι συζητήσεις για τον νέο στόχο μείωσης εκπομπών έως το 2040 αναδεικνύουν τόσο τις φιλοδοξίες όσο και τα εσωτερικά της ρήγματα. Η ΕΕ, που εδώ και δεκαετίες προβάλλει τον εαυτό της ως παγκόσμιο ηγέτη στην πράσινη μετάβαση, επιδιώκει να διατηρήσει αυτόν τον ρόλο σε μια εποχή γεωπολιτικών εντάσεων, βιομηχανικών ανταγωνισμών και κοινωνικών πιέσεων. Η συζήτηση για το νέο κλιματικό στόχο δεν αφορά μόνο αριθμούς και ποσοστά, αλλά την ικανότητα της Ευρώπης να συνδυάσει την πράσινη ανάπτυξη με την οικονομική της βιωσιμότητα.
Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπει μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters. Ο στόχος αυτός θεωρείται απαραίτητος για να διατηρηθεί η πορεία προς την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, όπως προβλέπουν η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος που τέθηκε σε ισχύ το 2021. Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ έχει ήδη επιτύχει σημαντικές μειώσεις στις εκπομπές της τις τελευταίες δεκαετίες, η επόμενη φάση της μετάβασης θεωρείται πολύ πιο απαιτητική, καθώς θα αγγίξει κλάδους που μέχρι τώρα είχαν μείνει στο περιθώριο, όπως η βαριά βιομηχανία, οι μεταφορές και η γεωργία
Η συζήτηση, ωστόσο, αποκαλύπτει έντονες διαφωνίες ανάμεσα στα κράτη μέλη. Ορισμένες χώρες, όπως η Ιταλία, η Πολωνία και η Τσεχία, εκφράζουν ανησυχία ότι μια τόσο αυστηρή δέσμευση θα πλήξει σοβαρά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών τους, ιδιαίτερα σε μια περίοδο αυξημένου ενεργειακού κόστους και εμπορικών εντάσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Για τις κυβερνήσεις αυτές, η ενεργειακή μετάβαση δεν μπορεί να προχωρήσει ανεξάρτητα από τις ανάγκες της βιομηχανίας, ενώ ζητούν περισσότερη ευελιξία και οικονομική στήριξη για τις περιοχές που θα επηρεαστούν περισσότερο.
Αντίθετα, χώρες όπως η Ισπανία, η Ολλανδία και η Σουηδία θεωρούν ότι η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να επιβραδύνει. Οι ολοένα συχνότερες φυσικές καταστροφές, τα κύματα καύσωνα και οι πλημμύρες που πλήττουν κάθε χρόνο τον ευρωπαϊκό νότο και βορρά αποτελούν, όπως επισημαίνουν, τρανταχτές αποδείξεις ότι η δράση πρέπει να ενταθεί. Υποστηρίζουν ότι η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης θα ενισχύσει την καινοτομία και θα δημιουργήσει νέες βιομηχανίες, ικανές να ανταγωνιστούν τις ασιατικές και αμερικανικές στον τομέα των καθαρών τεχνολογιών.
Οι διαφωνίες αυτές καθιστούν δύσκολη την επίτευξη συναίνεσης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο προσαρμογών, όπως την εισαγωγή ενός μηχανισμού αναθεώρησης του στόχου, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι τα φυσικά οικοσυστήματα που απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα, όπως τα δάση και τα εδάφη, δεν αποδίδουν όσο αναμένεται. Η πρόταση αυτή, που έχει υποστηριχθεί κυρίως από τη Γαλλία, προσφέρει πολιτικό περιθώριο σε χώρες που θεωρούν ότι η δέσμευση για μείωση 90% είναι υπερβολικά αυστηρή. Παράλληλα, εξετάζεται η δυνατότητα να επιτραπεί στις χώρες-μέλη να καλύπτουν ένα μικρό μέρος των εκπομπών τους μέσω διεθνών πιστώσεων άνθρακα, δηλαδή επενδύσεων σε έργα μείωσης ή απορρόφησης εκπομπών εκτός Ευρώπης, όπως αναδασώσεις ή έργα καθαρής ενέργειας. Η ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να μετριάσει την οικονομική πίεση στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, χωρίς να αλλοιώσει τον συνολικό κλιματικό στόχο της Ένωσης.
Η χρηματοδότηση αποτελεί έναν ακόμη κρίσιμο παράγοντα. Πολλές κυβερνήσεις επισημαίνουν ότι χωρίς επαρκείς δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους η ενεργειακή μετάβαση κινδυνεύει να μείνει στα χαρτιά. Το Ταμείο Καινοτομίας, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ έχουν ήδη κινητοποιήσει σημαντικά ποσά, ωστόσο οι ανάγκες για επενδύσεις σε δίκτυα, πράσινη ενέργεια και υποδομές είναι πολλαπλάσιες. Παράλληλα, οι κρατικές ενισχύσεις που προσφέρει η αμερικανική κυβέρνηση μέσω του νόμου Inflation Reduction Act έχουν εντείνει τον ανταγωνισμό, καθώς πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξετάζουν πλέον τη μεταφορά της παραγωγής τους στις ΗΠΑ.
Η πολιτική διάσταση του ζητήματος είναι επίσης έντονη. Ορισμένα κράτη φοβούνται το πολιτικό κόστος μιας νέας γενιάς πράσινων μέτρων σε μια περίοδο κοινωνικής κόπωσης. Η αύξηση των τιμών της ενέργειας και το υψηλό κόστος ζωής έχουν κάνει πολλούς πολίτες πιο επιφυλακτικούς απέναντι στις πολιτικές για το κλίμα, γεγονός που τροφοδοτεί την αναθεώρηση της στάσης ορισμένων κυβερνήσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από την πλευρά της, επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις φιλοδοξίες και στον πολιτικό ρεαλισμό, τονίζοντας ότι η μετάβαση πρέπει να είναι «δίκαιη και βιώσιμη για όλους».
Η συζήτηση για τον στόχο του 2040 δεν είναι μόνο μια τεχνική διαπραγμάτευση για ποσοστά εκπομπών, αλλά ένα τεστ πολιτικής βούλησης και συλλογικής στρατηγικής. Η Ευρώπη καλείται να δείξει ότι μπορεί να παραμείνει πρωτοπόρος σε έναν κόσμο που αλλάζει, χωρίς να υπονομεύσει την κοινωνική της συνοχή και την οικονομική της ισορροπία. Αν καταφέρει να συνδυάσει τον ρεαλισμό με τη φιλοδοξία, θα ενισχύσει τη θέση της ως παγκόσμιου ηγέτη στην πράσινη μετάβαση. Αν όχι, κινδυνεύει να δει το αφήγημα της «κλιματικής πρωτοπορίας» να φθίνει, την ώρα που άλλες δυνάμεις, όπως η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, διαμορφώνουν τους νέους κανόνες του πράσινου ανταγωνισμού.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.