Ο φετινός χειμώνας βρίσκει την Ελλάδα σε μια από τις πιο σταθερές περιόδους για το ηλεκτρικό της σύστημα, με το ενεργειακό περιβάλλον να εμφανίζει σημάδια ισορροπίας παρά τις αυξανόμενες προκλήσεις της μετάβασης. Η σταθερότητα αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε μια Ευρώπη που επαναπροσδιορίζει το ενεργειακό της μείγμα, περιορίζει την παραδοσιακή θερμική παραγωγή και ενισχύει τον ρόλο των ΑΠΕ και των διασυνδέσεων ως βασικών μηχανισμών ευελιξίας.
Σύμφωνα με τη νέα χειμερινή έκθεση Winter Outlook 2025-2026 του ENTSO-E, η Ελλάδα εμφανίζεται χωρίς κινδύνους επάρκειας για τους μήνες αιχμής του χειμώνα. Η ανάλυση του ευρωπαϊκού οργανισμού επιβεβαιώνει ότι η διαθέσιμη ισχύς επαρκεί για την κάλυψη της ζήτησης υπό φυσιολογικές συνθήκες, ενώ παράλληλα αναδεικνύει τις νέες εξαρτήσεις που δημιουργεί η υψηλή συμμετοχή των ΑΠΕ και η ανάγκη για ισχυρή διασύνδεση με τις γειτονικές αγορές.
Η ανανεώσιμη παραγωγή αποτελεί πλέον το μεγαλύτερο κομμάτι της καθαρής διαθέσιμης ισχύος στη χώρα, ενδεικτικό της γρήγορης διείσδυσης αιολικών και φωτοβολταϊκών τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, ο χειμώνας μπορεί να υπενθυμίσει ότι η εγκατεστημένη ισχύς δεν ταυτίζεται με τη διαθεσιμότητα την ώρα που απαιτείται. Η παραγωγή από ΑΠΕ παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις από ημέρα σε ημέρα και από ώρα σε ώρα, γεγονός που καθιστά τις θερμικές μονάδες θεμέλιο της απαραίτητης ευελιξίας του συστήματος. Το φυσικό αέριο παραμένει ο πυλώνας της άμεσης ενεργειακής απόκρισης, ενώ ο λιγνίτης εξακολουθεί να προσφέρει έναν βαθμό σταθερότητας παρά τη σταδιακή συρρίκνωση του ρόλου του. Ιδιαίτερα σημαντική εμφανίζεται φέτος και η συμβολή των υδροηλεκτρικών, καθώς τα ευρωπαϊκά αποθέματα νερού είναι αυξημένα και επιτρέπουν πιο ευέλικτη αξιοποίησή τους.
Στο βασικό σενάριο επάρκειας η Ελλάδα καλύπτει το σύνολο της ζήτησης χωρίς να απαιτούνται πρόσθετες εισαγωγές. Η εικόνα όμως διαφοροποιείται όταν εξετάζονται σενάρια χαμηλής παραγωγής ΑΠΕ. Σε αυτές τις συνθήκες, όπως σημειώνει η έκθεση, η χώρα πιθανόν να χρειαστεί ενίσχυση από τις γειτονικές αγορές, κυρίως μέσω των διασυνδέσεων με Ιταλία και Βουλγαρία. Αυτό δεν συνιστά αδυναμία του συστήματος, αλλά χαρακτηριστικό των αγορών με υψηλή συμμετοχή ΑΠΕ και περιορισμένη αποθήκευση. Ο ENTSO-E τοποθετεί την Ελλάδα στην ίδια ομάδα με χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Δανία, όπου η επάρκεια εξασφαλίζεται άνετα όταν υπάρχει επαρκής παραγωγή ΑΠΕ, αλλά απαιτείται προσφυγή σε ευέλικτες τεχνολογίες ή ισχύ από το εξωτερικό όταν ο άνεμος και ο ήλιος υποχωρούν.
Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας καταγράφει ανοδική τάση στο σύνολο της Ευρώπης, με αύξηση 2,9% σε ετήσια βάση.
Αν και η Ελλάδα δεν εμφανίζεται με ξεχωριστή ποσοτική πρόβλεψη, το μοτίβο παραμένει αντίστοιχο, με τις χαμηλές θερμοκρασίες των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου και την αυξημένη χρήση συστημάτων θέρμανσης και ηλεκτρικών συσκευών να οδηγούν σε υψηλές αιχμές. Παρ’ όλα αυτά, ο ENTSO-E δεν εντοπίζει κανένα σενάριο Loss of Load Probability ούτε πιθανότητα Energy Not Served για τη χώρα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές όπως η Κύπρος, η Ιρλανδία, η Λιθουανία, η Εσθονία και η Φινλανδία που εμφανίζουν σημεία πίεσης.
Η θετική εικόνα της Ελλάδας στηρίζεται σε τρεις κρίσιμες προϋποθέσεις. Πρώτον, στη διαθεσιμότητα των θερμικών μονάδων. Δεύτερον, στην απουσία παρατεταμένης περιόδου παγετού που θα συνέπιπτε με χαμηλή παραγωγή ΑΠΕ. Τρίτον, στην αδιάλειπτη λειτουργία των διασυνδέσεων. Οι διασυνδέσεις αποτελούν κεντρικό μηχανισμό ενεργειακής ασφάλειας σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς επιτρέπουν τη μεταφορά ισχύος από αγορές με πλεόνασμα σε αγορές με πρόσκαιρη έλλειψη. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ενδιάμεσο επίπεδο δυναμικότητας εισαγωγών ως προς τη μέγιστη ζήτηση, στοιχείο που προσφέρει ουσιαστικό μαξιλάρι ασφαλείας. Η υφιστάμενη γραμμή με τη Βουλγαρία και το υποθαλάσσιο καλώδιο με την Ιταλία καλύπτουν τον βασικό κορμό των διεθνών ροών, ενώ τα νέα έργα που δρομολογούνται, όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ, η γραμμή Ελλάδας–Αιγύπτου και η δεύτερη διασύνδεση με την Ιταλία, αναμένεται να ενισχύσουν ουσιαστικά την ανθεκτικότητα και την ενεργειακή ασφάλεια του συστήματος.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ισορροπημένη θέση. Η Ιταλία διαθέτει μεγαλύτερη ευελιξία χάρη στον ισχυρότερο θερμικό της στόλο, αν και παρουσιάζει υψηλή εξάρτηση από την ηλιακή παραγωγή. Η Βουλγαρία, με σημαντική πυρηνική ισχύ, λειτουργεί ως σταθερός εξαγωγέας ενέργειας και συμβάλλει στην ευρύτερη περιφερειακή ασφάλεια, από την οποία ωφελείται και η ελληνική αγορά. Στα υπόλοιπα βαλκανικά συστήματα η εικόνα είναι πιο μεταβλητή, καθώς η Ρουμανία και η Σερβία στηρίζονται στα υδροηλεκτρικά, ενώ η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία παραμένουν ευάλωτες στις εποχικές διακυμάνσεις των υδάτων, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητά τους να λειτουργούν ως σταθεροί ενεργειακοί εταίροι.
Συνολικά, ο χειμώνας 2025-2026 διαμορφώνει μια θετική εικόνα για την Ελλάδα. Το ενεργειακό σύστημα εμφανίζει σταθερότητα και επάρκεια χωρίς προειδοποιητικά σημάδια, αλλά με σαφή μηνύματα για τις προτεραιότητες της επόμενης περιόδου. Η αποθήκευση, η ενίσχυση των διασυνδέσεων, η ευελιξία της θερμικής παραγωγής και η ανάπτυξη μηχανισμών διαχείρισης ζήτησης αποτελούν τους άξονες που θα καθορίσουν τη μελλοντική ανθεκτικότητα του συστήματος σε μια Ευρώπη που αλλάζει με ταχείς ρυθμούς.
Το φετινό outlook δεν κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά υπενθυμίζει ότι η ισορροπία του συστήματος εξαρτάται όλο και περισσότερο από την ικανότητα της χώρας να διαχειρίζεται τη μεταβλητότητα, να αξιοποιεί αποτελεσματικά τις ΑΠΕ και να παραμένει συνδεδεμένη με ένα περιφερειακό πλέγμα που λειτουργεί ως εγγύηση ασφάλειας και σταθερότητας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.