Παρά το γεγονός ότι η αρχή της ίσης αμοιβής για ίση εργασία κατοχυρώθηκε ήδη από το 1957 στη Συνθήκη της Ρώμης, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών παραμένει μια από τις πιο ανθεκτικές ανισότητες στην Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για το 2023, ενώ ένας άνδρας αμείβεται με το 100% της ωριαίας αποζημίωσής του, μια γυναίκα στην Ελλάδα λαμβάνει κατά μέσο όρο το 86,1% αυτής, δηλαδή 13,9% λιγότερα. Το ποσοστό αυτό τοποθετεί τη χώρα στα υψηλότερα επίπεδα μισθολογικού χάσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος φτάνει το 12%.
Το χάσμα προκύπτει από τη διαφορά στις μέσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές ανδρών και γυναικών, όπως αυτές καταγράφονται σε επιχειρήσεις με 10 ή περισσότερους εργαζομένους. Παρότι δεν καταγράφει άμεσα φαινόμενα διάκρισης –όπως άνισες αμοιβές για την ίδια εργασία– αποτυπώνει με μεγάλη σαφήνεια τις βαθύτερες δομικές ανισότητες στην αγορά εργασίας. Στην Ελλάδα, αυτές οι ανισότητες αντανακλώνται στον κλάδο απασχόλησης, στη μορφή εργασίας, στην εξέλιξη της καριέρας και, κυρίως, στις κοινωνικές προσδοκίες που εξακολουθούν να επιβαρύνουν δυσανάλογα τις γυναίκες.
Από πού πηγάζει το χάσμα
Ένα σημαντικό μέρος του προβλήματος πηγάζει από τον επαγγελματικό διαχωρισμό. Οι γυναίκες συγκεντρώνονται κυρίως σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η κοινωνική φροντίδα, τομείς με χαμηλότερες μισθολογικές απολαβές σε σχέση με τις θέσεις υψηλής τεχνολογίας, της μηχανικής ή του βιομηχανικού τομέα όπου υπερεκπροσωπούνται οι άνδρες. Αν και οι Ελληνίδες βρίσκονται μεταξύ των πιο μορφωμένων γυναικών της Ευρώπης, αυτό δεν μεταφράζεται σε αντίστοιχη πρόσβασή τους σε καλύτερα αμειβόμενες θέσεις.
Τα μεγαλύτερα ποσοστά διακοπής εργασίας μετά τη γέννηση παιδιών
Παράλληλα, η Ελλάδα καταγράφει διαχρονικά από τα υψηλότερα ποσοστά διακοπής εργασίας μετά τη γέννηση παιδιών. Οι γυναίκες εξακολουθούν να αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των οικογενειακών ευθυνών, γεγονός που οδηγεί σε μακροχρόνιες απουσίες από την αγορά εργασίας ή σε μετατροπή της πλήρους απασχόλησης σε μερική. Οι επιπτώσεις είναι άμεσες: χαμηλότερες αποδοχές, περιορισμένη επαγγελματική εξέλιξη και μειωμένες πιθανότητες ανάληψης θέσεων ευθύνης. Αντίθετα, οι άνδρες σπάνια αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους εμπόδια, γεγονός που ενισχύει τη συσσώρευση μισθολογικών πλεονεκτημάτων υπέρ τους.
Αυτή η πραγματικότητα γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν εξετάζουμε τις θέσεις διοίκησης. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μόλις το 34,7% των διευθυντικών θέσεων καταλαμβάνονται από γυναίκες, ενώ όσες φτάνουν σε τέτοιες θέσεις αμείβονται κατά 23% λιγότερο από τους άνδρες συναδέλφους τους. Στην Ελλάδα, τα ποσοστά είναι ακόμη χαμηλότερα, με τις γυναίκες να αντιμετωπίζουν ένα «αόρατο ταβάνι» που κάνει την επαγγελματική ανέλιξη δυσκολότερη και αυξάνει το ήδη σημαντικό μισθολογικό χάσμα.
Η γυναίκες προ του κινδύνου φτώχειας σε μεγαλύτερη ηλικία
Οι συνέπειες δεν σταματούν στην εργασιακή ζωή. Το μισθολογικό χάσμα μεταφέρεται στις συντάξεις και οδηγεί τις γυναίκες σε μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας σε μεγαλύτερη ηλικία. Το 2020, οι γυναίκες άνω των 65 ετών στην ΕΕ λάμβαναν συντάξεις κατά 28,3% χαμηλότερες από αυτές των ανδρών, ένα ποσοστό που στην Ελλάδα εκτιμάται πως είναι ακόμη υψηλότερο λόγω των συχνών διακοπών καριέρας και της εκτεταμένης μερικής απασχόλησης.
Τα οφέλη από το κλείσιμο του χάσματος είναι σημαντικά τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά. Οι μελέτες δείχνουν ότι κάθε μείωση του χάσματος κατά μία ποσοστιαία μονάδα οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,1%, καθώς οι γυναίκες αποκτούν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη και αυξάνεται η συμμετοχή τους στην οικονομική δραστηριότητα. Η εξάλειψη του χάσματος θα ενίσχυε τη φορολογική βάση, θα μείωνε την πίεση στα κοινωνικά συστήματα και θα προήγε τη συνολική ευημερία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη ξεκινήσει να θεσπίζει μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Από το 2023, οι νέοι κανόνες διαφάνειας στις αμοιβές υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις να δημοσιοποιούν μισθολογικά δεδομένα και να προχωρούν σε κοινές αξιολογήσεις όταν εντοπίζεται απόκλιση άνω του 5% μεταξύ ανδρών και γυναικών. Προβλέπονται επίσης πρόστιμα για όσους εργοδότες δεν συμμορφώνονται, ενώ οι αγγελίες εργασίας πρέπει να είναι απολύτως ουδέτερες ως προς το φύλο. Επιπλέον, οι νέοι κανονισμοί για την εκπροσώπηση των φύλων στα διοικητικά συμβούλια επιδιώκουν μέχρι το 2026 οι γυναίκες να καταλαμβάνουν τουλάχιστον το 40% των μη εκτελεστικών θέσεων στις μεγάλες εισηγμένες εταιρείες.
Για την Ελλάδα, η πρόκληση δεν είναι μόνο θεσμική αλλά και πολιτισμική. Η ενίσχυση των δομών φροντίδας, η ουσιαστική στήριξη της εργαζόμενης μητέρας, η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων διαφάνειας και η καταπολέμηση των στερεοτύπων αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την εξάλειψη ενός φαινομένου που δεν έχει θέση σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία. Το μισθολογικό χάσμα δεν είναι ένα στατικό στοιχείο, αλλά ένας καθρέφτης των ανισοτήτων μιας κοινωνίας που ακόμη εξελίσσεται.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.