Η σπατάλη τροφίμων αποτελεί ένα από τα πλέον παράδοξα και ταυτόχρονα επείγοντα προβλήματα των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία έχει φτάσει να προβλέπει ακόμα και τις καταναλωτικές μας επιθυμίες, οι κοινωνίες εξακολουθούν να πετούν τεράστιες ποσότητες βρώσιμων τροφίμων, ενώ εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν καθημερινά προβλήματα σίτισης. Πρόκειται για ένα φαινόμενο με πολλαπλές συνέπειες – ηθικές, οικονομικές και κυρίως περιβαλλοντικές.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο το 2022 απορρίφθηκαν περίπου 59,2 εκατομμύρια τόνοι τροφίμων, δηλαδή κατά μέσο όρο 132 κιλά ανά κάτοικο. Αξιοσημείωτο είναι ότι πάνω από το 54% αυτής της ποσότητας προέρχεται από τα ίδια τα νοικοκυριά, γεγονός που αναδεικνύει την ευθύνη των καταναλωτών και όχι μόνο των επιχειρήσεων ή της βιομηχανίας.
Πέρα από το ηθικό παράδοξο, να πετιέται φαγητό σε μια ήπειρο που δηλώνει ευαισθησία στα ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινωνική συνοχή, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι εξαιρετικά ανησυχητικές. Η σπατάλη τροφίμων συνδέεται άμεσα με περίπου το 16% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ, ενώ η οικονομική ζημία υπερβαίνει τα 130 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Τρόφιμα που έχουν παραχθεί, μεταφερθεί, αποθηκευτεί και συσκευαστεί με μεγάλο κόστος – χρησιμοποιώντας πόρους όπως νερό, έδαφος, καύσιμα και εργασία – καταλήγουν στις χωματερές, χωρίς ποτέ να καταναλωθούν.
Η Ελλάδα, αν και χώρα με ισχυρή γαστρονομική παράδοση και έντονα κοινωνικά αντανακλαστικά γύρω από το φαγητό, δεν αποτελεί εξαίρεση. Σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία για το 2021, ο μέσος Έλληνας πέταξε περίπου 86,5 κιλά τροφίμων, υπερβαίνοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η εικόνα γίνεται ακόμα πιο συγκεκριμένη αν μεταφραστεί σε επίπεδο νοικοκυριού. Κάθε ελληνικό σπίτι απορρίπτει περίπου 460 μερίδες φαγητού τον χρόνο, γεγονός που συνεπάγεται οικονομική απώλεια 800 έως και 1.000 ευρώ ετησίως.
Η αντίφαση αυτή γίνεται πιο έντονη μέσα από τα ευρήματα του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών). Από τη μία πλευρά, η πλειοψηφία των καταναλωτών δηλώνει ευαισθησία απέναντι στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα των προϊόντων, καθώς 2 στους 3 ενδιαφέρονται για το πόσο φιλικό προς το περιβάλλον είναι το τρόφιμο που αγοράζουν. Από την άλλη πλευρά, όμως, μόνο 1 στους 7 δηλώνει διατεθειμένος να πληρώσει κάτι παραπάνω για προϊόντα με οικολογικά χαρακτηριστικά.
Το φαινόμενο αυτό, δηλαδή η απόκλιση μεταξύ προθέσεων και συμπεριφοράς, αποτυπώνεται και στις επιλογές στο ράφι. Όταν ο καταναλωτής βρίσκεται μπροστά σε δίλημμα, το 37% θα επιλέξει τελικά το φθηνότερο προϊόν, ακόμα κι αν το εναλλακτικό είναι πιο φιλικό προς το περιβάλλον. Ενδιαφέρον έχει, πάντως, ότι σε ζητήματα που σχετίζονται με την κακομεταχείριση ζώων, οι καταναλωτές εμφανίζονται περισσότερο πρόθυμοι να πληρώσουν για “ηθικά” προϊόντα, με το 39% να δηλώνει θετικό σε μια τέτοια επιλογή.
Παρά τις αντιφάσεις αυτές, η στάση απέναντι στη σπατάλη τροφίμων φαίνεται να γίνεται πιο συνειδητοποιημένη. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 41% των Ελλήνων δηλώνει ότι δεν πετά καθόλου τρόφιμα, ενώ το 59% παραδέχεται κάποια σπατάλη. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, όμως, η σπατάλη τροφίμων παραμένει αισθητή.
Η ψυχολογική διάσταση της σπατάλης δεν είναι αμελητέα, από τη στιγμή που το 94% των καταναλωτών δηλώνει ότι αισθάνεται τύψεις όταν πετάει φαγητό, αποδεικνύοντας πως η πρακτική αυτή συγκρούεται με τις εσωτερικές αξίες των πολιτών. Τα κυριότερα αίτια παραμένουν η κακή διαχείριση των υπολειμμάτων (51%) και οι υπερβολικές αγορές (33%), πρακτικές που μπορούν να αντιμετωπιστούν με καλύτερο σχεδιασμό και ενημέρωση.
Πέρα από την ατομική συμπεριφορά, το πρόβλημα επιδεινώνεται από την έλλειψη κατάλληλων υποδομών. Η Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική υστέρηση στη διαχείριση αποβλήτων τροφίμων. Η ανακύκλωση αστικών απορριμμάτων παραμένει χαμηλή (μόλις 17% το 2022), ενώ η ταφή εξακολουθεί να είναι η κύρια πρακτική, επιβαρύνοντας το περιβάλλον. Τα οργανικά απόβλητα στις χωματερές συμβάλλουν στην εκπομπή μεθανίου, ενός από τα πιο ισχυρά αέρια του θερμοκηπίου.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η πολιτική βούληση είναι σαφής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευτεί να μειώσει τη σπατάλη τροφίμων κατά 30% έως το 2030 στους τομείς της λιανικής, της εστίασης και των νοικοκυριών, και κατά 10% στη μεταποίηση και παραγωγή. Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει τις σχετικές ευρωπαϊκές οδηγίες, αλλά η πρακτική εφαρμογή των μέτρων αυτών απαιτεί επιτάχυνση και μεγαλύτερη συνοχή στις δράσεις.
Για να υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα, είναι απαραίτητο να ενισχυθούν οι εκστρατείες ενημέρωσης, η αναβάθμιση των υποδομών διαλογής και ανακύκλωσης, αλλά και η δημιουργία κινήτρων για επιχειρήσεις και πολίτες. Παράλληλα, σημαντική μπορεί να είναι η συμβολή της εκπαίδευσης, της τοπικής αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών, ώστε να διαμορφωθεί κουλτούρα σεβασμού προς το τρόφιμο.
Σε ατομικό επίπεδο, η αλλαγή ξεκινά από το καλάθι του σούπερ μάρκετ και τη διαχείριση της κουζίνας. Πιο προσεκτικός προγραμματισμός αγορών, αξιοποίηση περισσευμάτων, σωστή αποθήκευση και λιγότερες παρορμητικές αγορές, μπορούν να μειώσουν ουσιαστικά τη σπατάλη. Κι αν σκεφτεί κανείς ότι η μείωση της σπατάλης σημαίνει λιγότερες εκπομπές, λιγότερα έξοδα και περισσότερος σεβασμός, τότε πρόκειται για μία από τις πιο απλές, αλλά ουσιαστικές πράξεις περιβαλλοντικής και κοινωνικής ευθύνης που μπορεί να κάνει ο καθένας μας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.