Η παγκόσμια αγορά μπύρας χωρίς αλκοόλ ή χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ γνωρίζει μια εντυπωσιακή άνθηση τα τελευταία χρόνια, αντικατοπτρίζοντας μια βαθύτερη αλλαγή στις καταναλωτικές προτιμήσεις που σχετίζεται με την υγεία, τον σύγχρονο τρόπο ζωής και την αυξανόμενη επιφυλακτικότητα απέναντι στην κατανάλωση αλκοόλ.
Το 2022, η αξία αυτής της αγοράς ξεπέρασε τα 22 δισεκατομμύρια δολάρια και οι προβλέψεις κάνουν λόγο για συνεχή άνοδο με ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 5,5% ετησίως, ώστε να φτάσει τα 40 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2032. Οι εξελίξεις αυτές αποδίδονται σε ένα συνδυασμό παραγόντων, που περιλαμβάνουν τόσο τις αλλαγές στον τρόπο ζωής και κατανάλωσης όσο και τις τεχνολογικές καινοτομίες στην παραγωγή.
Οι μη αλκοολούχες μπύρες γίνονται πλέον ευρύτερα αποδεκτές ως επιλογές με πιο υγιεινά χαρακτηριστικά. Παράλληλα, αυξάνεται το ενδιαφέρον για ποτά που βελτιώνουν τη μικροχλωρίδα του εντέρου, κάτι που συνδέεται με τα οφέλη συγκεκριμένων πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στη μπύρα χωρίς αλκοόλ, όπως η μαγιά.
Η Ευρώπη διατηρεί ηγετική θέση στην παραγωγή και κατανάλωση αυτών των προϊόντων. Η παραγωγή μπύρας χωρίς ή με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε κατά 13% μόνο μεταξύ 2022 και 2023, ενώ η παραγωγή της παραδοσιακής μπύρας μειώθηκε κατά 5% την ίδια περίοδο. Οι μεγαλύτερες αγορές εντοπίζονται στη Γερμανία, όπου καταναλώθηκαν το 2023 περίπου 10,4 εκατομμύρια εκατόλιτρα, και στην Ισπανία, όπου μία στις επτά μπύρες που πωλούνται είναι πλέον μη αλκοολούχα. Στη Γαλλία το μερίδιο αγοράς έφτασε το 6%, ενώ στην Τσεχία η κατανάλωση ανήλθε σε 1,3 εκατομμύρια εκατόλιτρα.
Στην Ελλάδα, αν και η κατανάλωση μπύρας γενικά παρουσίασε κάμψη κατά το πρώτο τετράμηνο του 2025, η κατηγορία της μπύρας χωρίς αλκοόλ εξακολουθεί να αναπτύσσεται δυναμικά. Παράγοντες της αγοράς κάνουν λόγο για αύξηση άνω του 20% σε όρους όγκου πωλήσεων για τις μπύρες 0% και χαμηλής αλκοόλης, σε αντίθεση με την παραδοσιακή μπύρα που εμφανίζει αύξηση μόλις μονοψήφιου ποσοστού. Οι πωλήσεις της μπύρας χωρίς αλκοόλ στην Ελλάδα τετραπλασιάστηκαν από το 2015, όταν και ξεκίνησε η ανάπτυξη της αγοράς με την κυκλοφορία της Amstel Free, και μέχρι το 2024 έφτασαν τα 140.000 εκατόλιτρα, αντιπροσωπεύοντας ποσοστό 3%–3,5% του συνόλου της αγοράς μπύρας.
Η κατηγορία ενισχύεται από τη σταδιακή στροφή των νεότερων γενεών σε προϊόντα με πιο υγιεινό προφίλ, αλλά και από την ευρύτερη πανευρωπαϊκή εκστρατεία για τον περιορισμό της κατανάλωσης αλκοόλ. Ενώ παλαιότερα το μήνυμα εστιαζόταν στη «λελογισμένη κατανάλωση», σήμερα κυριαρχεί η προτροπή για πλήρη αποχή, γεγονός που ευνοεί τα προϊόντα ζύμωσης χωρίς αλκοόλ. Οι ζυθοποιίες απαντούν με αύξηση της ποικιλίας, ενώ πλέον κυκλοφορούν στην αγορά περισσότερες από 20 διαφορετικές ετικέτες μπύρας χωρίς ή με ελάχιστο αλκοόλ, μεταξύ των οποίων: Άλφα Χωρίς, Heineken 0.0%, Amstel Free, ΦΙΞ Άνευ, PILS Hellas 0.0%, Βεργίνα Alcohol Free και πολλές άλλες.
Η αυξημένη ποικιλία οφείλεται στην είσοδο τόσο των μεγάλων πολυεθνικών όσο και μικρών ζυθοποιιών στην κατηγορία. Παρόλο που η συνολική κατανάλωση μπύρας στην Ελλάδα το 2025 εμφανίζει μείωση της τάξης του 5%–8%, κυρίως λόγω του πληθωρισμού, των καιρικών συνθηκών που δεν ευνόησαν τις εξόδους συγκριτικά με την περσυνή χρονιά και της υποτονικής ζήτησης κατά την πασχαλινή περίοδο, οι προβλέψεις για την κατηγορία της μπύρας 0% παραμένουν αισιόδοξες.
Η ανοδική αυτή πορεία ενισχύεται και από την ευρύτερη πρόσβαση σε σημεία πώλησης. Οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και οι οργανωμένες αγορές επενδύουν στην προώθηση των προϊόντων αυτών, καλύπτοντας τις ανάγκες ενός κοινού που επιδιώκει ισορροπία, γεύση και κοινωνική συμμετοχή χωρίς τις επιπτώσεις της κατανάλωσης αλκοόλ. Σύμφωνα με το Marketplace.org, η μπύρα χωρίς αλκοόλ ξεκινά να ξεπερνά σε πωλήσεις ορισμένες κατηγορίες παραδοσιακής μπύρας σε συγκεκριμένες αγορές, ενισχύοντας έτσι τη δυναμική της και αποδεικνύοντας ότι δεν πρόκειται για παροδική μόδα.
Συνολικά, η άνοδος της μπύρας χωρίς αλκοόλ δεν είναι μόνο μια εμπορική επιτυχία, αλλά είναι και κοινωνική ένδειξη μιας νέας σχέσης του καταναλωτή με την ευεξία, τις καθημερινές του επιλογές και το κοινωνικό αποτύπωμα του τρόπου ζωής του. Στην Ελλάδα, παρά τις όποιες καθυστερήσεις σε σχέση με άλλες αγορές, η τάση δείχνει ισχυρή και βιώσιμη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.