Η Ελλάδα αναδεικνύεται σε έναν από τους πιο ελκυστικούς προορισμούς για συνταξιούχους από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, καταλαμβάνοντας πλέον θέση ανάμεσα στους πέντε κορυφαίους παγκοσμίως, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Elxis.
Ένας από τους λόγους που προσελκύει τόσο έντονα το ενδιαφέρον των ξένων είναι η ποιότητα ζωής, το ήπιο μεσογειακό κλίμα, η εγγύτητα στη φύση, η ασφάλεια και ο χαλαρός ρυθμός της καθημερινότητας. Πολλοί ξένοι συνταξιούχοι επωφελούνται και από το πρόγραμμα της «χρυσής βίζας», που προσφέρει άδεια διαμονής με αντάλλαγμα την αγορά ακινήτου.
Αμέσως επόμενο κίνητρο είναι το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Από το 2020, όσοι μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, μπορούν να φορολογούνται με συντελεστή μόλις 7% επί του εισοδήματος από το εξωτερικό, για διάστημα 15 ετών. Το μέτρο έχει αποτελέσει σημαντικό πόλο έλξης για συνταξιούχους που επιδιώκουν μια σταθερή και προβλέψιμη οικονομική βάση.
Η αγορά ακινήτων προσφέρει, επίσης, σημαντικά πλεονεκτήματα. Οι τιμές είναι έως και 75% χαμηλότερες σε σχέση με αντίστοιχες στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σε παραθαλάσσιες περιοχές και νησιά, γεγονός που καθιστά την απόκτηση κατοικίας προσιτή. Το ίδιο ισχύει και στη σύγκριση με μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, αρκεί να αναφέρουμε ότι μια θέση στάθμευσης στο Άμστερνταμ μπορεί να κοστίζει όσο ένα ολόκληρο σπίτι δίπλα στη θάλασσα στην Ελλάδα.
Εξίσου κρίσιμος παράγοντας είναι η υγειονομική περίθαλψη. Τα ιδιωτικά ασφάλιστρα στη χώρα μας ξεκινούν από 50 ευρώ και φτάνουν τα 150 ευρώ μηνιαίως, ενώ οι επισκέψεις σε ιδιώτες γιατρούς κυμαίνονται από 40 έως 80 ευρώ. Για κάποιον που προέρχεται από χώρες με ακριβότερα συστήματα υγείας, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, αυτά τα κόστη θεωρούνται εξαιρετικά λογικά.
Τέλος, σημαντικό πλεονέκτημα αποτελεί το χαμηλό κόστος διαβίωσης. Παρότι ο πληθωρισμός έχει αφήσει το αποτύπωμά του και στην ελληνική αγορά, τα καθημερινά έξοδα παραμένουν διαχειρίσιμα για κάποιον που μεταφέρει τη σύνταξή του από χώρα με ισχυρότερο νόμισμα ή μεγαλύτερες απολαβές. Ένα μικρό ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας κοστίζει από 480 έως 800 ευρώ το μήνα, ενώ σε μικρότερες πόλεις ή νησιά οι τιμές πέφτουν ακόμα και στα 390 ευρώ. Ένα βασικό καλάθι αγορών κοστίζει περίπου 120 έως 200 ευρώ τον μήνα, ενώ το φαγητό έξω ξεκινά από μόλις 8 ευρώ το γεύμα.
Αντίθετα με την ελκυστική εικόνα που δημιουργείται για τους ξένους συνταξιούχους, η πραγματικότητα για τους Έλληνες συνταξιούχους είναι αρκετά διαφορετική και συχνά δύσκολη.
Η πλειονότητα των Ελλήνων συνταξιούχων ζει με κύριες συντάξεις που κυμαίνονται μεταξύ 500 και 800 ευρώ τον μήνα. Οι επικουρικές έχουν μειωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια, ενώ ταυτόχρονα το κόστος ζωής έχει αυξηθεί σημαντικά. Η ακρίβεια σε τρόφιμα, ρεύμα, φάρμακα και καύσιμα καθιστά τη διαχείριση των καθημερινών εξόδων προβληματική, ειδικά για όσους δεν διαθέτουν πρόσθετες πηγές εισοδήματος.
Το ενοίκιο ενός διαμερίσματος, ακόμα και σε περιοχές εκτός κέντρου, μπορεί να απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος μιας σύνταξης. Αν και αρκετοί συνταξιούχοι μένουν σε ιδιόκτητες κατοικίες, η συντήρηση τους και οι φόροι (όπως ο ΕΝΦΙΑ) αποτελούν επιπλέον βάρος. Για εκείνους που αναγκάζονται να νοικιάζουν, η αύξηση στις τιμές ενοικίασης, και λόγω της ανόδου της βραχυχρόνιας μίσθωσης, δυσχεραίνει την πρόσβαση σε αξιοπρεπή στέγαση.
Η υγεία είναι ένας ακόμη τομέας όπου οι ανισότητες είναι εμφανείς. Παρόλο που το Εθνικό Σύστημα Υγείας προσφέρει βασικές υπηρεσίες, οι ελλείψεις σε προσωπικό, εξοπλισμό και φάρμακα, καθώς και οι μακροχρόνιες αναμονές για ραντεβού, επιβαρύνουν τους ηλικιωμένους. Πολλοί καταφεύγουν σε ιδιώτες γιατρούς με προσωπικό κόστος, που για τους περισσότερους είναι δυσβάσταχτο.
Επιπλέον, η ψυχολογική πίεση και η απομόνωση που βιώνουν πολλοί ηλικιωμένοι, ιδιαίτερα σε αγροτικές ή υποβαθμισμένες περιοχές, συχνά περνούν απαρατήρητες. Ορισμένοι συνεχίζουν να εργάζονται περιστασιακά για να καλύψουν βασικές ανάγκες, ενώ άλλοι εξαρτώνται από τη στήριξη παιδιών και συγγενών.
Η Ελλάδα, με όλα τα πλεονεκτήματα που προσφέρει, δείχνει να έχει αποκτήσει μια νέα θέση στον παγκόσμιο χάρτη της συνταξιοδότησης. Η αυξημένη ζήτηση από το εξωτερικό δημιουργεί και προκλήσεις, κυρίως ως προς τη διατήρηση της ισορροπίας στην αγορά κατοικίας και την αποφυγή εκτόπισης των ντόπιων κατοίκων. Ωστόσο, με σωστή διαχείριση και σαφές θεσμικό πλαίσιο, η χώρα μπορεί να αξιοποιήσει αυτή τη δυναμική προς όφελος της τοπικής οικονομίας, αλλά και της διεθνούς εικόνας της ως τόπος ποιότητας ζωής.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.