29 Ιούν 2025
READING

Ψηφιακή Ευρώπη: Από τη διακήρυξη στην πράξη και το χάσμα ενδιάμεσα

5 MIN READ

Ψηφιακή Ευρώπη: Από τη διακήρυξη στην πράξη και το χάσμα ενδιάμεσα

Ψηφιακή Ευρώπη: Από τη διακήρυξη στην πράξη και το χάσμα ενδιάμεσα

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις φιλόδοξες διακηρύξεις της για έναν ηγετικό ρόλο στον ψηφιακό μετασχηματισμό, εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά των ίδιων της των στόχων. Αυτό καταδεικνύεται με σαφήνεια στην έκθεση State of the Digital Decade 2025, που δημοσιοποίησε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Το κείμενο, το οποίο αποτελεί τον ετήσιο απολογισμό της προόδου στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ψηφιακή Δεκαετία 2030», καταγράφει όχι μόνο τα θετικά βήματα που έχουν γίνει, αλλά και τα σοβαρά κενά που εξακολουθούν να εμποδίζουν την πορεία της Ένωσης προς έναν ώριμο, ανθεκτικό και κυρίαρχο ψηφιακό χώρο.

Η χρονιά του 2025 παρουσιάζεται ως κομβική για την ευρωπαϊκή ψηφιακή πολιτική. Σύμφωνα με την ανάλυση της Επιτροπής, η πλήρης ή έστω ουσιαστική επίτευξη των ψηφιακών στόχων θα μπορούσε να προσθέσει έως και 1,8% στο ΑΕΠ της ΕΕ, ενισχύοντας την οικονομική της βάση, περιορίζοντας την εξάρτηση από εξωγενείς τεχνολογικούς πόλους και εδραιώνοντας μια μορφή ψηφιακής αυτονομίας με στρατηγική προοπτική. Αντιθέτως, η αποτυχία υλοποίησης αυτών των στόχων αναμένεται να διευρύνει τα υφιστάμενα κενά ανταγωνιστικότητας, θέτοντας την Ευρώπη σε ακόμη πιο μειονεκτική θέση έναντι ισχυρών παικτών, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα.

Μέσα στο 2023, τα κράτη-μέλη ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Επιτροπής και υπέβαλαν επικαιροποιημένους εθνικούς οδικούς χάρτες. Συνολικά καταγράφηκαν 1.910 μέτρα, με έναν συνολικό προϋπολογισμό που άγγιξε τα 288,6 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 1,14% του κοινοτικού ΑΕΠ. Παρότι ο όγκος των πρωτοβουλιών δείχνει κινητοποίηση, η εικόνα που αναδύεται είναι άνιση, καθώς η πρόοδος διαφοροποιείται έντονα ανάμεσα στα κράτη, ενώ ορισμένα από τα πιο κρίσιμα πεδία εμφανίζουν έντονη στασιμότητα.

Στο επίπεδο των βασικών ψηφιακών δεξιοτήτων του πληθυσμού, οι επιδόσεις της Ένωσης είναι αποθαρρυντικές. Μόλις το 55,6% των Ευρωπαίων πολιτών διαθέτει τις στοιχειώδεις ψηφιακές δεξιότητες, όταν ο στόχος που έχει τεθεί για το 2030 είναι 80%. Το κενό δεν είναι μόνο αριθμητικό, αλλά και ποιοτικό, καθώς δεν περιορίζεται σε μια γενική εξοικείωση με την τεχνολογία, αλλά επεκτείνεται στην αδυναμία προσαρμογής του εργατικού δυναμικού στις απαιτήσεις της ψηφιακής αγοράς. Ακόμη πιο έντονο είναι το έλλειμμα σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Οι επαγγελματίες του τομέα Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών αντιπροσωπεύουν μόλις το 4,6% του συνολικού εργατικού δυναμικού, ενώ το έμφυλο χάσμα παραμένει βαθύ, με τις γυναίκες να αποτελούν λιγότερο από το 20% των εργαζομένων στον τομέα.

Στον κρίσιμο τομέα των υποδομών συνδεσιμότητας, η πρόοδος είναι υπαρκτή, αλλά ανεπαρκής. Παρά τη σταδιακή επέκταση της πρόσβασης σε γρήγορο διαδίκτυο, μόλις το 66% των νοικοκυριών διαθέτει σύνδεση μέσω οπτικής ίνας, ενώ η κάλυψη με δίκτυα 5G πλήρους λειτουργικότητας (standalone) παραμένει περιορισμένη. Παράλληλα, ανησυχία προκαλεί η αυξανόμενη τεχνολογική εξάρτηση της Ευρώπης από τρίτους. Το 80% των επενδύσεων που πραγματοποιούνται εντός της ΕΕ σε τομείς αιχμής, όπως το cloud computing και η τεχνητή νοημοσύνη, προέρχεται από μη ευρωπαϊκούς παρόχους. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται και στις αγορές των ημιαγωγών και της κβαντικής τεχνολογίας, γεγονός που υπονομεύει τη φιλοδοξία της Ένωσης να αποκτήσει στρατηγική αυτονομία στον ψηφιακό χώρο.

Η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη όταν στρέψουμε το βλέμμα μας στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Παρότι η ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών σημειώνει βελτίωση, ο ρυθμός παραμένει αργός. Μόνο το 34% των επιχειρήσεων στην ΕΕ αξιοποιεί τεχνολογίες cloud για την υποστήριξη των λειτουργιών της, ενώ λιγότερες από μία στις δέκα κάνουν χρήση τεχνητής νοημοσύνης σε παραγωγικό επίπεδο. Οι αριθμοί αυτοί επιβεβαιώνουν την αναντιστοιχία ανάμεσα στην ταχύτητα του παγκόσμιου τεχνολογικού ανταγωνισμού και τη βραδύτητα της προσαρμογής του ευρωπαϊκού επιχειρηματικού τοπίου.

Σε αντίθεση με την αργή πρόοδο στον ιδιωτικό τομέα, οι δημόσιες υπηρεσίες φαίνεται πως έχουν επιταχύνει τη μετάβασή τους σε ψηφιακά μοντέλα. Περίπου το 90% των βασικών διοικητικών λειτουργιών παρέχονται πλέον και με ψηφιακό τρόπο, διευκολύνοντας την πρόσβαση των πολιτών και βελτιώνοντας τη διαφάνεια. Ωστόσο, και εδώ παραμένουν σημαντικά ζητήματα, από τη στιγμή που μεγάλο μέρος των υποδομών αυτών βασίζεται ακόμη σε εξωτερικούς, συχνά μη ευρωπαϊκούς, παρόχους, γεγονός που εγείρει ζητήματα ασφάλειας, ανεξαρτησίας και διακυβέρνησης.

Μια ακόμη, συχνά υποτιμημένη, διάσταση της ψηφιακής μετάβασης είναι η ενεργειακή της απαίτηση. Οι υποδομές που στηρίζουν τεχνολογίες, όπως το cloud και η τεχνητή νοημοσύνη, αυξάνουν κατακόρυφα τη ζήτηση ενέργειας, με ετήσιους ρυθμούς που ξεπερνούν το 20%. Το ευρωπαϊκό ενεργειακό δίκτυο, όμως, δεν αναβαθμίζεται με αντίστοιχο ρυθμό, δημιουργώντας ένα διαρκώς διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ ψηφιακών δυνατοτήτων και ενεργειακών υποδομών. Η ασυμμετρία αυτή απειλεί την επεκτασιμότητα της ψηφιακής οικονομίας, προσθέτοντας ένα ακόμη εμπόδιο στην υλοποίηση του ευρωπαϊκού οράματος.

Στο κοινωνικό επίπεδο, οι πολίτες εκφράζουν ισχυρές ανησυχίες για τις επιπτώσεις της τεχνολογίας στην καθημερινότητά τους. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης, το 88% των Ευρωπαίων δηλώνει ότι προβληματίζεται για την παραπληροφόρηση στον ψηφιακό χώρο, ενώ το 90% θεωρεί την προστασία των ανηλίκων στο διαδίκτυο ως ζήτημα μείζονος σημασίας. Αν και η Ευρωπαϊκή Διακήρυξη για τα Ψηφιακά Δικαιώματα και τις Αρχές έχει διαμορφώσει ένα σαφές ηθικό και πολιτικό πλαίσιο, η εφαρμογή της παραμένει αποσπασματική και ασυντόνιστη, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η ουσιαστική θωράκιση των πολιτών.

Σε αυτό το ευρύτερο περιβάλλον, η έκθεση προτείνει μια σειρά συστηματικών παρεμβάσεων για την ενίσχυση του ψηφιακού σχεδιασμού της ΕΕ. Το στρατηγικό όραμα που παρουσιάζεται οργανώνεται γύρω από τέσσερις βασικούς άξονες: την ανάγκη ενίσχυσης της ψηφιακής κυριαρχίας και της τεχνολογικής ανθεκτικότητας της Ένωσης, την προστασία και ενδυνάμωση των πολιτών της στο ψηφιακό οικοσύστημα, τη διασύνδεση του ψηφιακού μετασχηματισμού με τους στόχους της πράσινης μετάβασης και την ενιαία και συνεκτική υλοποίηση πολιτικών και επενδύσεων.

Σε πιο συγκεκριμένο επίπεδο, τονίζεται η ανάγκη για αυξημένες επενδύσεις, τόσο δημόσιες όσο και ιδιωτικές, σε προηγμένες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη, το cloud computing, οι ημιαγωγοί και η κβαντική υπολογιστική. Παράλληλα, υπογραμμίζεται η σημασία της υιοθέτησης νέων ρυθμιστικών εργαλείων, όπως η ευρωπαϊκή στρατηγική για τα ψηφιακά δίκτυα, η στρατηγική για την κβαντική τεχνολογία και το νέο θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται, επίσης, στην απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών για τις επιχειρήσεις, μέσω καινοτομιών, όπως τα ψηφιακά πορτοφόλια επιχειρήσεων (EU Business Wallets) και τα νομοθετικά πακέτα Omnibus, που αποσκοπούν στη μείωση της γραφειοκρατίας και στη διευκόλυνση της πρόσβασης σε υπηρεσίες και κεφάλαια.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.