28 Ιούν 2025
READING

Τα γηρατειά ως κοινωνική κατασκευή και η επανεξέταση των ορίων ηλικίας

6 MIN READ

Τα γηρατειά ως κοινωνική κατασκευή και η επανεξέταση των ορίων ηλικίας

Τα γηρατειά ως κοινωνική κατασκευή και η επανεξέταση των ορίων ηλικίας

«Η ηλικία είναι ένα θέμα του μυαλού. Αν δεν σε νοιάζει, δεν πειράζει» – Μαρκ Τουέιν.

Από τον Πλάτωνα μέχρι τους δισεκατομμυριούχους της εποχής, που παλεύουν να σταματήσουν τις επιπτώσεις του ηλικίας πάνω τους με λογιών θεραπείες, ο χρόνος και η γήρανση απασχολούν διαχρονικά τη φιλοσοφία, την κοινωνία, την προσωπική καλή μας ψυχολογία μας, την εικόνα μας στον καθρέφτη. Στον 21ο αιώνα, οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, ζουν καλύτερα, και αμφισβητούν τους παραδοσιακούς ορισμούς της ηλικίας. Το όριο των 65 ετών, που τον 20ό αιώνα χρησιμοποιούταν ως το αόρατο σύνορο για την είσοδο στην γεροντική ηλικία, φαίνεται πλέον άκαιρο και άκυρο. Τι σημαίνει, λοιπόν, να είσαι ηλικιωμένος σε μια εποχή όπου η ζωή στα 70 μοιάζει πιο ενεργή από ό,τι στα 50 πριν λίγες δεκαετίες;

Η καταγωγή του ορίου των 65 ετών: Ένα ιστορικό κατασκεύασμα

Πριν τον 19ο αιώνα, η γήρανση δεν είχε σταθερό αριθμητικό ορισμό. Ήταν πολιτισμική και λειτουργική κατηγορία, συνδεδεμένη με την απώλεια δύναμης ή με την απόκτηση σοφίας. Στην Αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη, η μέση ηλικία θανάτου ήταν περίπου τα 30 με35 έτη, αλλά όσοι επιβίωναν ως τα 15, απ την παιδική θνησιμότητα, μπορούσαν να ζήσουν έως και τα 60 ή 70. Σε εκτιμήσεις για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο Βάλτερ Σάιντελ, καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Stanford, σημειώνει ότι οι 60άρηδες ήταν κοινό φαινόμενο στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Σύμφωνα με αρχεία από μοναστήρια του Μεσαίωνα, αρκετοί μοναχοί, καλοζωισμένοι και προστατευμένοι έζησαν ως τα 70 ή 80, αλλά ο μέσος όρος ζωής ενός αγρότη παρέμενε χαμηλός, το πολύ μέχρι τα 40 χρόνια, λόγω πολέμων, λοιμών και κακής υγιεινής. Η ηλικία των 65 ετών καθιερώθηκε ως όριο της συνταξιοδότησης κατά τον 19ο αιώνα, όταν ο Οτο φον Μπίσμαρκ θέσπισε το πρώτο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στη Γερμανία το 1889. Ο ιστορικός Αντρεας Κουνζ, στο έργο του για την κοινωνική πολιτική στη Γερμανία του 19ου αιώνα, δείχνει πως η ηλικία αυτή δεν αντανακλούσε την πραγματική διάρκεια ζωής, αλλά αποτελούσε εργαλείο δημοσιονομικού σχεδιασμού για τον περιορισμό των κρατικών δαπανών μέσω του καθορισμού της ηλικίας συνταξιοδότησης. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ή OECD, το προσδόκιμο ζωής στις ευρωπαϊκές χώρες το 1870 κυμαινόταν μεταξύ 40 και 50 ετών. Σήμερα, το προσδόκιμο ζωής στην Ε.Ε. έχει φτάσει τα 81 έτη κατά μέσο όρο, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Eurostat του 2023.

Βιολογική ποικιλομορφία και το γήρας ως κοινωνική κατασκευή

Η βιολογική ηλικία δεν ταυτίζεται με τη χρονολογική. Ο καθηγητής Στιβ Χόρβαθ του UCLA, με το έργο του πάνω στη βιολογική ηλικία και στο λεγόμενο «επιγονιδιακό ρολόι», κατέδειξε ότι οι βιολογικοί δείκτες —όπως η μεθυλίωση του DNA— μπορούν να προβλέψουν καλύτερα τη σωματική φθορά, τη γνωστική υγεία και τη θνησιμότητα από την απλή ηλικία. Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Nature Aging (2021), οι Levine et al ή οι Λεβάιν και συνεργάτες έδειξαν πως η βιολογική ηλικία είναι ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης για χρόνιες ασθένειες και γνωστική παρακμή από τη χρονολογική. Η ίδια έρευνα καταλήγει ότι η χρήση ενός μόνο αριθμού, όπως το 65, είναι επιστημονικά ανεπαρκής και κοινωνικά αποπροσανατολιστική. Η ηλικιακή προκατάληψη  έχει αναγνωριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως σημαντικό εμπόδιο στη δημόσια υγεία. Η μελέτη Global Report on Ageism τεκμηριώνει πως οι ηλικιακές διακρίσεις επηρεάζουν αρνητικά τη σωματική και ψυχική υγεία, μειώνουν τη διάρκεια ζωής και περιορίζουν τις κοινωνικές ευκαιρίες. Η καθηγήτρια Μπέκα Λεβί του Yale έχει αποδείξει πειραματικά πως η στάση του ατόμου απέναντι στη γήρανση επηρεάζει την υγεία του. Σε δημοσίευση στο Journal of Personality and Social Psychology, δημοσίευσε τα αποτελέσματα της μεγάλης μελέτης της, που αποδείκνυε πως τα άτομα με θετική εικόνα για τη γήρανση ζουν κατά μέσο όρο 7,5 χρόνια περισσότερο από όσους βλέπουν αρνητικά τη γήρανσή τους.

Οι νέες κατηγοριοποιήσεις

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, στο πλαίσιο της «Δεκαετίας της Υγιούς Γήρανσης 2021–2030», προτείνει να αξιολογούμε τους ηλικιωμένους με βάση τη λειτουργική ικανότητα, δηλαδή την ικανότητα ενός ατόμου να διατηρεί αυτονομία και να συμμετέχει ενεργά σε δραστηριότητες που θεωρεί ουσιώδεις για τη ζωή του. Στόχος είναι η απομάκρυνση από την απλή χρονολογική κατηγοριοποίηση και η υιοθέτηση ενός δυναμικού, λειτουργικού ορισμού. Η Ιαπωνία, που φέρει τον βαρύ τίτλο της πιο γερασμένης χώρας του κόσμου, έχει ήδη αναθεωρήσει τον ορισμό του ηλικιωμένου. Το 2017, η Ιαπωνική Εταιρεία Γηριατρικής πρότεινε να ορίζονται ως ηλικιωμένοι όσοι είναι 75 ετών και άνω, βασιζόμενοι σε λειτουργικά και κοινωνικά κριτήρια και όχι απλά αριθμητικά. Ο κοινωνιολόγος Χιρόσι Γιοσινάγκα έχει μιλήσει για την έννοια του productive aging, δηλαδή της παραγωγικής, ενεργής και κοινωνικά ενταγμένης γήρανσης, θα μπορούσαμε να πούμε, ως θεμέλιο για μελλοντικές κοινωνικές δομές, ενώ ο καθηγητής Αλεξάντρ Καλάσε, πρώην διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τα θέματα γήρανσης, υποστηρίζει πως το «γήρας» είναι μια απόλυτα πλαστική και αναστρέψιμη εμπειρία. Να παραδεχτούμε όμως, πως εκτός των άλλων, είναι και οι δημογραφικές αλλαγές, η παγκόσμια γήρανση του πληθυσμού και η ανάγκη για εργατικό δυναμικό, που δημιουργεί που ζητά την αυξανόμενη συμμετοχή των ανθρώπων σε εργασίες που απαιτούν φυσική και γνωστική δραστηριότητα και οδηγούν σε επανεξέταση του παραδοσιακού ορίου των 65 ετών ως «χρονολογικού γήρατος». Η απελευθέρωση του δυναμικού όσων θωρούντουσαν γέροι μέχρι τώρα, σε συνδυασμό με την ανάγκη για συνεχή οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, αναγκάζει τόσο τους ερευνητές όσο και τους φορείς χάραξης πολιτικής να αμφισβητούν και να αναθεωρούν τα παραδοσιακά όρια. Δηλαδή το «η ηλικία δεν είναι παρα μόνο ένα νούμερο» μπορεί να προοικονομεί και το σύνταξη μετά τα 75!

Ηλικία πέρα από αριθμούς

Η χρονολογική ηλικία δεν αντανακλά την πραγματικότητα του κάθε ανθρώπου. Πολιτικές βασισμένες σε αυστηρά αριθμητικά όρια συχνά αδικούν, αποκλείουν και στερούν ευκαιρίες. Όπως σημειώνει ο καθηγητής της γνωστικής ψυχολογίας, με συγγραφικό έργο και έρευνα πάνω στη μνήμη, Άλαν Καστέλ, η γήρανση δεν είναι παρακμή, αλλά επανακαθορισμός, μια περίοδος αυξημένης νοητικής σοφίας, συναισθηματικής σταθερότητας και προσωπικής ελευθερίας. Για το τελευταίο, την προσωπική ελευθερία, εξηγεί, πως καθώς απομακρύνονται οι κοινωνικοί περιορισμοί που συνήθως επιβάλλει μια νεότερη ηλικία, όπως οι προσδοκίες για καριέρα, οι κοινωνικές πιέσεις ή οι οικογενειακές υποχρεώσεις, οι άνθρωποι συχνά βρίσκουν ευκαιρίες να επαναπροσδιορίσουν τους στόχους τους και να ζήσουν σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια και τις επιθυμίες τους. Αυτή η ελευθερία μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα φάση δημιουργικότητας και προσωπικής εξέλιξης.

«Δεν σταματάμε να παίζουμε επειδή γερνάμε. Γερνάμε επειδή σταματάμε να παίζουμε», έλεγε ο Ιρλανδός Νομπελίστας Τζορτζ Μπέρναρ Σο, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, έζησε μέχρι τα 94 χρόνια του και μέχρι τελευταίας στιγμής, έγραφε αλλά και αναθεωρούσε νεανικά του έργα. Έτσι λοιπόν, από κοινωνικές αντιλήψεις αλλά και επιστημονικές αποδείξεις η ηλικία και το όριο των γηρατειών, επανεξετάζονται πια, όχι με βάση την ημερομηνία γέννησης, αλλά τη φλόγα που ο καθένας μας κουβαλά μέσα του. Μ αυτά και μ αυτά, οι περί των 55, φοιτητές περνάμε ακόμα…

 

 

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.