Η αγορά της βραχυχρόνιας μίσθωσης συνεχίζει να αναπτύσσεται με αμείωτους ρυθμούς σε παγκόσμια κλίμακα, επηρεάζοντας βαθιά την τουριστική και αστική πραγματικότητα.
Το 2024, η αξία του κλάδου αποτιμάται σε 124,5 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι προβλέψεις θέλουν την αγορά να υπερβαίνει τα 256 δισ. έως το 2030, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 11,4%. Το ψηφιακό κανάλι κυριαρχεί συντριπτικά, καθώς πάνω από το 73% των κρατήσεων γίνεται διαδικτυακά, κυρίως μέσω κινητών συσκευών, γεγονός που ενισχύει την ταχύτητα και την ευκολία πρόσβασης για τους χρήστες. Η Βόρεια Αμερική διατηρεί την πρωτοκαθεδρία με μερίδιο αγοράς περίπου 35%, ακολουθούμενη από την Ευρώπη με 31%, ενώ οι αγορές της Ασίας-Ειρηνικού εμφανίζουν τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης, άνω του 20% ετησίως.
Η παγκόσμια επέκταση των βραχυχρόνιων μισθώσεων δεν είναι χωρίς συνέπειες. Σε πολλές πόλεις, η μαζική εισροή καταλυμάτων τύπου Airbnb προκαλεί πιέσεις στην αγορά στέγασης, οδηγώντας σε αυξήσεις ενοικίων και περιορισμό της προσφοράς κατοικιών για τους μόνιμους κατοίκους. Πόλεις, όπως η Βαρκελώνη, η Ρώμη, το Άμστερνταμ και η Βενετία, λαμβάνουν ήδη μέτρα περιορισμού ή ρύθμισης της δραστηριότητας, εν μέσω ενός ευρύτερου δημόσιου διαλόγου γύρω από την ανάγκη ισορροπίας ανάμεσα στον τουρισμό και την ποιότητα ζωής των κατοίκων.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η αγορά σημειώνει εντυπωσιακή ανάπτυξη. Το 2024 καταγράφηκαν 854 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις σε καταλύματα που προσφέρονται μέσω πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, αριθμός αυξημένος κατά 18,8% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η τάση αυτή διατηρήθηκε και το πρώτο τρίμηνο του 2025, όπου οι διανυκτερεύσεις άγγιξαν τα 129,6 εκατομμύρια, με ετήσια άνοδο 4,8%. Το τρίτο τρίμηνο του 2024 ήταν το πιο αποδοτικό, με 366,2 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις, επίδοση ρεκόρ, που υποδηλώνει τη σταθεροποίηση του φαινομένου. Οι περισσότεροι επισκέπτες είναι αλλοδαποί, ενώ ο μέσος χρόνος παραμονής διαμορφώνεται στις έντεκα νύχτες. Οι υψηλότερες αυξήσεις καταγράφονται στη Μάλτα, τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Στο παραπάνω ευρωπαϊκό πλαίσιο, η Ελλάδα καταλαμβάνει κομβική θέση, καθώς η ανάπτυξη των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης υπήρξε εντυπωσιακή την τελευταία διετία. Όπως καταγράφει η πρόσφατη μελέτη της Eurobank, τα καταλύματα τύπου Airbnb αυξήθηκαν κατά 24,7% την περίοδο 2022–2024, φτάνοντας τις 215.000 μονάδες, ενώ οι διαθέσιμες κλίνες ανήλθαν σε 952.300, ενίσχυση της τάξης του 23,3%. Την ίδια στιγμή, ο ξενοδοχειακός κλάδος εμφανίζει στασιμότητα, με μόλις 17 νέα ξενοδοχεία και αύξηση 1% στον αριθμό των ξενοδοχειακών κλινών, που διαμορφώθηκαν σε 892.000.
Η εκρηκτική αυτή διεύρυνση της προσφοράς σε βραχυχρόνια μίσθωση δεν είναι άσχετη με τη ραγδαία άνοδο των τουριστικών αφίξεων. Μεταξύ 2022 και 2024, η Ελλάδα υποδέχθηκε 8,1 εκατομμύρια επιπλέον επισκέπτες, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Η βραχυχρόνια μίσθωση, σύμφωνα με την Eurobank, δεν αποτελεί απλώς εναλλακτική επιλογή απέναντι στην παραδοσιακή φιλοξενία, αλλά εξελίσσεται σταδιακά σε κυρίαρχη πρακτική, αναδιαμορφώνοντας το τουριστικό προϊόν. Ενδεικτικό είναι ότι, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2024, οι κλίνες αυτού του τύπου ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο, έναντι 894.000 ξενοδοχειακών κλινών. Η αγορά διαμορφώνεται πλέον με όρους ψηφιακής διαθεσιμότητας και μαζικής συμμετοχής.
Παρόλα αυτά, οι δείκτες αξιοποίησης αυτών των καταλυμάτων παραμένουν χαμηλότεροι σε σύγκριση με τα ξενοδοχεία. Σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, η πληρότητα στα ξενοδοχεία έφτασε το 59,6% το 2024, ενώ στα καταλύματα τύπου Airbnb δεν ξεπέρασε το 29,3%. Η μέση διάρκεια διαμονής επίσης υπολείπεται, με 3,7 ημέρες έναντι 3,9 ημερών στα ξενοδοχεία το 2023. Η ασυμμετρία αυτή αναδεικνύει την τάση υπερπροσφοράς, με ενδεχόμενους κινδύνους για την αποδοτικότητα των επενδύσεων.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η δυναμική των διανυκτερεύσεων. Η Eurobank καταγράφει αύξηση 123,1% στον συνολικό αριθμό διανυκτερεύσεων μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης μεταξύ 2018 και 2024, επίδοση που κατατάσσει την Ελλάδα πάνω από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία. Πάνω από το 80% των διανυκτερεύσεων αυτών προέρχεται από ξένους επισκέπτες, στοιχείο που ενισχύει τη διεθνοποίηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, αλλά και την έκθεσή του σε εξωτερικούς κινδύνους.
Η κοινωνική διάσταση του φαινομένου δεν περνά απαρατήρητη. Η μαζική μετατροπή κατοικιών σε τουριστικά καταλύματα έχει εκτοξεύσει τις τιμές ενοικίων σε περιοχές υψηλής επισκεψιμότητας, όπως το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, τα Χανιά, την Ρόδος ή την Σαντορίνη. Οι μακροχρόνιες μισθώσεις εκτοπίζονται από βραχυχρόνια εκμετάλλευση, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση κατοίκων, τη μείωση του μόνιμου πληθυσμού και την αλλοίωση του χαρακτήρα ολόκληρων συνοικιών. Το φαινόμενο του υπερτουρισμού που εντοπίζεται σε πόλεις του εξωτερικού, αρχίζει πλέον να αποκτά χαρακτηριστικά μόνιμης πίεσης και στην Ελλάδα.
Παράλληλα, η τεχνολογική διάσταση της βραχυχρόνιας μίσθωσης έχει μεταβάλει ριζικά το μοντέλο λειτουργίας. Οι πλατφόρμες αξιοποιούν εξελιγμένα ψηφιακά εργαλεία, όπως αλγόριθμους δυναμικής τιμολόγησης και αυτοματοποιημένα συστήματα κρατήσεων, συγκεντρώνοντας ισχύ και κεφάλαιο. Οι μικροί ιδιοκτήτες έρχονται αντιμέτωποι με εντεινόμενο ανταγωνισμό, ο οποίος απαιτεί επαγγελματική στρατηγική, τεχνολογική εξοικείωση και διαρκή προσαρμογή στις απαιτήσεις της αγοράς.
Η μελέτη της Eurobank καταλήγει με προτάσεις για ένα νέο πλαίσιο πολιτικής που συνδυάζει την ενίσχυση του τουρισμού με τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Η εμπειρία άλλων χωρών υποδεικνύει λύσεις, όπως η θέσπιση τοπικών ορίων στη διαθεσιμότητα καταλυμάτων, η φορολογική ενσωμάτωση των εισοδημάτων από βραχυχρόνια μίσθωση και η διαφοροποίηση των τουριστικών ροών. Η ρύθμιση δεν θεωρείται ανασταλτικός παράγοντας, αλλά εργαλείο εξισορρόπησης υπέρ της ευρύτερης ευημερίας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.