Σε τροχιά ανάπτυξης παρέμεινε και το 2024 η ΜΕΒΓΑΛ, παρά το ασταθές οικονομικό περιβάλλον που συνέχισε να δοκιμάζει αντοχές σε ολόκληρη την αγορά. Οι πιέσεις από τον πληθωρισμό, το υψηλό ενεργειακό κόστος και οι ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες επηρέασαν τη συνολική κατανάλωση, ωστόσο η γαλακτοβιομηχανία κατάφερε να ενισχύσει τα οικονομικά της μεγέθη, ξεπερνώντας τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης του κλάδου.
Συγκεκριμένα, η ελληνική αγορά γαλακτοκομικών κατέγραψε αύξηση 4%, με τη ΜΕΒΓΑΛ να σημειώνει άνοδο 7%, ενισχύοντας περαιτέρω το μερίδιό της. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η επίδοση των εξαγωγών, που αυξήθηκαν κατά 15,8% σε αξία και 24,1% σε όγκο – εξέλιξη που αντανακλά τη στοχευμένη προσπάθεια ενίσχυσης της διεθνούς παρουσίας της εταιρείας. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η απόφαση της Ουάσιγκτον για επιβολή δασμών 20% σε ευρωπαϊκά προϊόντα ενδέχεται να προκαλέσει πιθανές αναταράξεις στις εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ΜΕΒΓΑΛ διατηρεί παρουσία στην αμερικανική αγορά, ωστόσο εκτιμά πως οι επιπτώσεις από τη συγκεκριμένη εξέλιξη δεν θα είναι ουσιώδεις για τη συνολική εξαγωγική της δραστηριότητα.
Παράλληλα, η βορειοελλαδίτικη βιομηχανία γαλακτοκομικών επένδυσε σε νέο μηχανολογικό εξοπλισμό και συνέχισε να δίνει έμφαση στην ποιότητα, προσαρμόζοντας τη στρατηγική της στις ανάγκες του σύγχρονου καταναλωτή. Σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen, ολόκληρος ο κλάδος τροφίμων στο οργανωμένο λιανεμπόριο εμφάνισε θετική πορεία το 2024, με τη ΜΕΒΓΑΛ να ξεχωρίζει σε ρυθμούς ανάπτυξης και σε αξία, αποτυπώνοντας τη σταθερή εμπιστοσύνη που δείχνουν οι καταναλωτές στα προϊόντα της, σύμφωνα πάντα με όσα δηλώνει η διοίκηση στις οικονομικές καταστάσεις της προηγούμενης χρήσης.
Μιλώντας με αριθμούς, ο κύκλος εργασιών της ΜΕΒΓΑΛ κινήθηκε ανοδικά το 2024, φτάνοντας τα 195,6 εκατ. ευρώ, από 182,2 εκατ. ευρώ την προηγούμενη χρονιά, αύξηση της τάξης του 7,36%, η οποία κρίνεται ιδιαίτερα ικανοποιητική με δεδομένες τις οικονομικές αβεβαιότητες της περιόδου. Σε επίπεδο λειτουργικής κερδοφορίας (EBITDA), ο Όμιλος εμφάνισε μικρή ενίσχυση, αγγίζοντας τα 20,1 εκατ. ευρώ έναντι 19,5 εκατ. ευρώ το 2023. Τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους διαμορφώθηκαν σε 8,33 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας οριακή υποχώρηση σε σύγκριση με τα 8,38 εκατ. ευρώ της προηγούμενης χρήσης. Στο τέλος του 2024, η γαλακτοβιομηχανία απασχολούσε συνολικά 601 εργαζομένους, επιβεβαιώνοντας τον σταθερό ρόλο της εταιρείας ως εργοδότη μεγάλης κλίμακας στον εγχώριο κλάδο τροφίμων.
Σταθερά προσηλωμένη στην κερδοφόρα της πορεία, η ΜΕΒΓΑΛ – που έχει συμπληρώσει 75 χρόνια λειτουργίας – εντείνει τις προσπάθειες επέκτασης σε νέες αγορές και δίκτυα διανομής, ενισχύοντας τη διεθνή της παρουσία. Η συγκεκριμένη στρατηγική φαίνεται ήδη να αποδίδει καρπούς, καθώς οι πρώτοι μήνες του 2025 καταγράφουν θετικές επιδόσεις: αύξηση πωλήσεων σε όλους τους τομείς δραστηριότητας σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024, αλλά και βελτίωση στο μικτό περιθώριο και στα λειτουργικά αποτελέσματα. Μέσα στη διετία 2023–2024, η εταιρεία ολοκλήρωσε επενδύσεις ύψους περίπου 27 εκατομμυρίων ευρώ. Ωστόσο, το 2025 χαρακτηρίζεται από τη διοίκηση Χατζάκου απαιτητικό, καθώς πληθωριστικές πιέσεις και πιθανές διακυμάνσεις στο ενεργειακό κόστος διαμορφώνουν ένα περιβάλλον αυξημένων προκλήσεων για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Από το 2016 και μετά, όταν η οικογένεια Χατζάκου ανέλαβε εκ νέου τη διοίκηση της εταιρείας, έχουν επενδυθεί συνολικά 58 εκατομμύρια ευρώ. Μέρος αυτής της επένδυσης, ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ, κατευθύνθηκε στην ανέγερση μιας υπερσύγχρονης μονάδας παραγωγής φέτας και λευκών μαλακών τυριών, ενισχύοντας σημαντικά την παραγωγική δυναμικότητα και την ποιότητα των προϊόντων.
Η Μαίρη Χατζάκου δεν ανέλαβε απλώς τη διοίκηση της ΜΕΒΓΑΛ, αλλά επέστρεψε για να τη σώσει. Είχε ήδη ζήσει την ένδοξη εκκίνηση της εταιρείας, αλλά και την αποχώρηση του πατέρα της και ιδρυτή, Κωνσταντίνου Χατζάκου, το 1998, λόγω προβλημάτων υγείας. Ακολούθησαν δύσκολα χρόνια: εσωτερικές έριδες, οικονομικά αδιέξοδα και συγκρούσεις μετόχων απείλησαν να λυγίσουν τη μακεδονική γαλακτοβιομηχανία, η οποία έφτασε στο σημείο να ενεχυριάσει το εμπορικό της σήμα και να παλέψει σκληρά με τους πιστωτές της.
Το 2016, έπειτα από κάλεσμα του σωματείου των εργαζομένων, η Μαίρη Χατζάκου επέστρεψε στην πρώτη γραμμή. Ανέλαβε εκ νέου τον έλεγχο της εταιρείας και, μαζί με τη ΔΕΛΤΑ, προχώρησε σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 10 εκατ. ευρώ. Ακολούθησαν διαδοχικές κεφαλαιακές ενισχύσεις και αναχρηματοδότηση δανείων, οδηγώντας τη ΜΕΒΓΑΛ σε καθεστώς κανονικότητας. Η άλλοτε ασταθής μετοχική δομή έχει πλέον ξεκαθαρίσει: η Μαίρη Χατζάκου κατέχει το 64,8%, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος το 21,5% και η οικογένεια Συμεωνίδη το 13,7%.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.