Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να αποτελούν τον κορμό της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Το αυξημένο κόστος λειτουργίας, η μείωση του κύκλου εργασιών, η αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδότηση και η αστάθεια στην απασχόληση συνθέτουν μια εικόνα πιεστική, που περιορίζει τις προοπτικές ανάπτυξης και απειλεί τη βιωσιμότητα πολλών μονάδων. Τα συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτήν τη δύσκολη πραγματικότητα, δείχνοντας ότι η πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων κινείται σε οριακές συνθήκες.
Το υψηλό λειτουργικό κόστος είναι το πρώτο και πιο έντονο πρόβλημα. Ενέργεια, πρώτες ύλες, ενοίκια και φορολογικές υποχρεώσεις έχουν αυξήσει κατακόρυφα τα έξοδα, με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων να δηλώνει πως τα τελευταία τρία χρόνια το λειτουργικό της κόστος έχει εκτιναχθεί. Η άνοδος αυτή αναγκάζει πολλές επιχειρήσεις να μετακυλίουν μέρος του βάρους στους καταναλωτές μέσω ανατιμήσεων, διατηρώντας έτσι υψηλά επίπεδα τιμών παρά τη σχετική αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων.
Απόρροια του κόστους και των φορολογικών επιβαρύνσεων είναι η περιορισμένη ρευστότητα. Περισσότερες από τις μισές μικρομεσαίες επιχειρήσεις είδαν τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους να μειώνονται μέσα στο 2024, με ελάχιστες να καταγράφουν βελτίωση. Η αυτοχρηματοδότηση έχει καταστεί η μόνη διέξοδος για επενδύσεις, οι οποίες είναι κυρίως μικρής κλίμακας και δύσκολα μπορούν να δώσουν ώθηση σε μια πιο μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Η αποκοπή των ΜμΕ από ουσιαστικά χρηματοδοτικά εργαλεία και τραπεζική στήριξη έχει παγιώσει μια κατάσταση στασιμότητας.
Η δυσκολία αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στον κύκλο εργασιών. Το 2024 λιγότερες επιχειρήσεις ανέφεραν αύξηση εσόδων σε σχέση με το προηγούμενο έτος, με αποτέλεσμα η αγορά να εμφανίζει τάσεις συρρίκνωσης για τους μικρότερους παίκτες. Την ίδια στιγμή, οι μεγαλύτερες εταιρείες ενισχύουν τα μερίδιά τους, οδηγώντας σε αυξημένη συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αγωνίζονται να διατηρήσουν θέση στην αγορά, βλέποντας, όμως, ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της κατανάλωσης να κατευθύνεται στους λίγους μεγάλους.
Στην απασχόληση οι εξελίξεις είναι αντιφατικές. Το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι προσλήψεις ξεπέρασαν τις αποχωρήσεις, κάτι που συνδέεται κυρίως με την τουριστική σεζόν και τις εποχικές ανάγκες. Στο δεύτερο εξάμηνο η εικόνα ανατράπηκε, καθώς περισσότερες επιχειρήσεις μείωσαν προσωπικό απ’ όσες προχώρησαν σε προσλήψεις. Η εξάρτηση της απασχόλησης από την εποχικότητα φανερώνει τη δυσκολία διατήρησης σταθερών θέσεων εργασίας και επιβεβαιώνει ότι οι μικρομεσαίες αδυνατούν να χτίσουν μακροπρόθεσμες πολιτικές ανθρώπινου δυναμικού.
Το οικονομικό κλίμα αντικατοπτρίζει όλα τα παραπάνω. Μετά από τρεις συνεχόμενες περιόδους υποχώρησης, το δεύτερο εξάμηνο του 2024 σημείωσε μια παροδική βελτίωση, κυρίως λόγω της ανόδου του τουρισμού. Η ανάκαμψη όμως δεν κράτησε. Τα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2025 δείχνουν νέα επιδείνωση, με τον σχετικό δείκτη να υποχωρεί αισθητά, αποκαλύπτοντας την εύθραυστη βάση πάνω στην οποία κινούνται οι μικρομεσαίες. Παράλληλα, η διαφορά ανάμεσα στις πολύ μικρές και στις μικρές επιχειρήσεις παραμένει μεγάλη, με τις πρώτες να εμφανίζουν μεγαλύτερη αντοχή χάρη στην ευελιξία τους και τις δεύτερες να δυσκολεύονται περισσότερο να ανταπεξέλθουν στις πιέσεις.
Σε όλα αυτά προστίθενται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές που παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, δυσχεραίνοντας κάθε προσπάθεια σταθεροποίησης. Οι επιχειρήσεις παλεύουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις τρέχουσες ανάγκες και στις υποχρεώσεις τους, εγκλωβισμένες σε έναν φαύλο κύκλο περιορισμένων εσόδων και αυξανόμενων χρεών.
Η νέα διάσταση που αναδεικνύεται αφορά την κλιματική κρίση. Η συχνότητα και η ένταση των φυσικών καταστροφών δημιουργούν κινδύνους που απειλούν άμεσα τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες σπανίως διαθέτουν υποδομές, ασφάλιση ή κεφαλαιακά αποθέματα για να απορροφήσουν τέτοια πλήγματα. Η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα και η πράσινη μετάβαση αποτελούν πλέον κεντρικό ζητούμενο, όχι μόνο για λόγους περιβαλλοντικούς, αλλά και ως όρο οικονομικής επιβίωσης. Για να επιτευχθεί χρειάζονται στοχευμένες πολιτικές, χρηματοδοτικά εργαλεία και ασφαλιστικά προϊόντα που θα επιτρέψουν στις ΜμΕ να κάνουν τα απαραίτητα βήματα.
Η εικόνα που προκύπτει από την έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι αποκαλυπτική. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να αποτελούν βασικό πυλώνα της οικονομίας, ωστόσο οι αντοχές τους έχουν μειωθεί σημαντικά. Το υψηλό λειτουργικό κόστος, η πτώση του κύκλου εργασιών, η έλλειψη ρευστότητας και οι πιέσεις που δημιουργεί η κλιματική κρίση διαμορφώνουν ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η στήριξη των ΜμΕ δεν μπορεί να περιορίζεται σε γενικόλογες δηλώσεις συμπάθειας, αλλά χρειάζεται να μετατραπεί σε άμεσες και στοχευμένες παρεμβάσεις που θα τους προσφέρουν πραγματική προοπτική.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.