Η συζήτηση για τη βιωσιμότητα στη ναυτιλία έχει προχωρήσει αισθητά τα τελευταία χρόνια. Οι στόλοι ανανεώνονται, οι τεχνολογίες γίνονται πιο αποδοτικές και τα πληρώματα λειτουργούν με βάση αυστηρότερα πρότυπα. Παρ’ όλα αυτά, ένα βασικό ζήτημα παραμένει άλυτο. Η αγορά εξακολουθεί να μη δίνει εμπορικό αντάλλαγμα σε όσους επενδύουν περισσότερο. Η νέα έκθεση, που εκπονήθηκε από τη Thetius, οργανισμό έρευνας και ανάλυσης για τη ναυτιλιακή τεχνολογία, σε συνεργασία με τη RightShip, τον διεθνή φορέα αξιολόγησης ασφάλειας και βιωσιμότητας, αποτυπώνει με τρόπο σαφή αυτό που πολλοί πλοιοκτήτες αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητα των ναυλώσεων. Η βιωσιμότητα κοστίζει και, στην παρούσα φάση, δεν πληρώνεται από τους πελάτες.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, το 73% των πλοιοκτητών δηλώνει ότι υπερβαίνει τα βασικά επίπεδα συμμόρφωσης στην ασφάλεια, το 60% ότι προχωρά σε επιπλέον επενδύσεις στη βιωσιμότητα και το 67% ότι εφαρμόζει ενισχυμένα μέτρα για την ευημερία των πληρωμάτων. Αυτές οι κινήσεις συνοδεύονται από ουσιαστικές δαπάνες για νέο εξοπλισμό, τεχνολογικές αναβαθμίσεις, συστήματα παρακολούθησης εκπομπών και πρακτικές που βελτιώνουν τις συνθήκες εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, μόνο το 27% των ναυλωτών προσφέρει καλύτερους εμπορικούς όρους σε όσους υπερβαίνουν τα ελάχιστα πρότυπα. Το χάσμα ανάμεσα στις επενδύσεις και στην εμπορική αναγνώριση παραμένει εντυπωσιακά μεγάλο.
Οι λόγοι σχετίζονται με την αυξημένη εμπορική πίεση που χαρακτηρίζει τη ναυτιλιακή αγορά. Τα περιορισμένα περιθώρια κέρδους, ο υψηλός βαθμός μεταβλητότητας και οι απαιτητικές προθεσμίες παράδοσης οδηγούν συχνά τους ναυλωτές στην επιλογή του οικονομικότερου διαθέσιμου πλοίου. Η περιβαλλοντική επίδοση και η υψηλή ποιότητα λειτουργίας αναγνωρίζονται συνήθως σε επίπεδο δηλώσεων, όχι όμως στην πρακτική της ναύλωσης. Η έκθεση παραθέτει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει τον πραγματικό οικονομικό αντίκτυπο της ασφάλειας. Μια αστοχία σε σχοινί πρόσδεσης με κόστος 4.000 δολάρια οδήγησε σε καθυστέρηση φόρτωσης 3 έως 4 ωρών και τελικά σε απώλεια αξίας που άγγιξε τα 3 εκατ. δολάρια. Το περιστατικό αναδεικνύει πόσο κρίσιμα είναι η ασφάλεια και το welfare των πληρωμάτων για την εμπορική απόδοση.
Παρά την ορατή σημασία αυτών των παραμέτρων, η αγορά δεν διαθέτει ακόμη μηχανισμούς που να ενσωματώνουν το ESG στην εμπορική απόφαση. Το 87% των πλοιοκτητών δηλώνει ότι οι ναυλωτές δεν έχουν επαρκή εργαλεία για να αξιολογούν με αξιόπιστο τρόπο την ευημερία των πληρωμάτων, την ασφάλεια και τη βιωσιμότητα ενός πλοίου. Τα δεδομένα είναι συχνά ασυνεπή, μη τυποποιημένα και δύσκολα αξιοποιήσιμα στις πιεστικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ταυτόχρονα, η έλλειψη κοινών προτύπων δημιουργεί πρόσθετες αβεβαιότητες. Το 96% των επαγγελματιών της ναυτιλίας θεωρεί ότι δεν υπάρχει σήμερα ενιαίος ορισμός για το τι σημαίνει «καλή» ESG επίδοση.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι επενδύσεις των πλοιοκτητών συχνά περνούν απαρατήρητες.
Όταν οι προσπάθειες για πιο πράσινα και πιο ασφαλή πλοία δεν συνοδεύονται από αντίστοιχη εμπορική ανταμοιβή, το κίνητρο για περαιτέρω αναβάθμιση μειώνεται. Δημιουργείται έτσι ο κίνδυνος ενός φαύλου κύκλου που ευνοεί την επιλογή με βάση το χαμηλότερο δυνατό κόστος και όχι την ποιοτική λειτουργία. Πρόκειται για μια δυναμική που λειτουργεί ανασταλτικά και καθυστερεί τη μετάβαση του κλάδου σε πιο υπεύθυνα πρότυπα.
Η έκθεση καταθέτει συγκεκριμένες εισηγήσεις για να αλλάξει η κατάσταση. Πρώτη προτεραιότητα είναι η παροχή οικονομικών κινήτρων, όπως μακροχρόνιες συμβάσεις, μειωμένα λιμενικά τέλη και χρηματοδοτήσεις συνδεδεμένες με ESG επιδόσεις, μέτρα που υποστηρίζονται από το 93% των πλοιοκτητών και το 60% των ναυλωτών. Δεύτερη είναι η δημιουργία κοινών προτύπων, ώστε η ποιότητα και η βιωσιμότητα να αναγνωρίζονται με βάση ένα ενιαίο πλαίσιο. Τρίτη προτεραιότητα αποτελεί η ενσωμάτωση αξιόπιστων και επαληθεύσιμων δεδομένων στις καθημερινές ροές εργασίας, από τα αρχεία επιθεωρήσεων έως μετρήσεις εκπομπών, με τη συμβολή της τεχνητής νοημοσύνης. Τέλος, ιδιαίτερη σημασία έχει η διαφάνεια, καθώς οι δημόσιες κατατάξεις και οι μηχανισμοί αναγνώρισης μπορούν να μετατρέψουν την ESG αριστεία σε πραγματικό εμπορικό πλεονέκτημα.
Το συμπέρασμα της έκθεσης είναι ξεκάθαρο. Η βιωσιμότητα δεν ανταμείβεται σήμερα από τους πελάτες της ναυτιλίας και αυτό θέτει σε κίνδυνο τη δυναμική της πράσινης μετάβασης. Οι πλοιοκτήτες επενδύουν σημαντικά κεφάλαια και αναλαμβάνουν υψηλότερο ρίσκο χωρίς να βλέπουν ανάλογη ανταπόκριση από τους ναυλωτές. Αν η αγορά δεν υιοθετήσει μηχανισμούς που θα επιβραβεύουν, ουσιαστικά, την πρόοδο, η ναυτιλία κινδυνεύει να παραμείνει παγιδευμένη σε ένα μοντέλο όπου κυριαρχεί το χαμηλότερο κόστος και όχι η βιώσιμη ανάπτυξη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.