Την ετήσια πανελλαδική έρευνα γνώμης των επιχειρήσεων «Ο Σφυγμός του Επιχειρείν 2024 – 2025» , παρουσίασε ο ΣΕΒ, στην οποία αποτυπώθηκε με σαφήνεια ο παλμός του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου στις αρχές του 2025.
Σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 647 επιχειρήσεων από όλους τους κλάδους και διάφορες γεωγραφικές περιοχές, η εικόνα που προκύπτει είναι διττή, καθώς από την μία εμφανίζεται ισχυρή αντοχή στις διάφορες οικονομικές πιέσεις και συγκρατημένη αισιοδοξία, αλλά από την άλλη εκδηλώνονται έντονοι προβληματισμοί για το μέλλον.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις δηλώνουν ικανοποιημένες από την πορεία τους το 2024, με πάνω από τις μισές (54,9%) να έχουν καταγράψει αύξηση του κύκλου εργασιών τους. Η θετική αυτή τάση αναμένεται να συνεχιστεί και το 2025 σύμφωνα με εκτιμήσεις του 43,6% , καθώς το γενικότερο οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον προκαλεί αβεβαιότητα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι πάνω από 9 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι το προσωπικό τους είτε διατηρήθηκε σταθερό (68,7%) είτε αυξήθηκε την τελευταία χρονιά (21%). Επιπλέον, η πρόθεση για διατήρηση του προσωπικού (72,4%) ή ενίσχυσή του είναι πολύ υψηλή (20%), κάτι που εκφράζει εμπιστοσύνη για το μέλλον, αλλά και την ανάγκη για ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού.
Στο κομμάτι των αποδοχών, περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν σε αυξήσεις αποδοχών με σκοπό είτε την επιβράβευση των εργαζομένων λόγω της απόδοσής τους (62,3%) είτε για την συγκράτηση των ταλέντων και της διατήρησης της ανταγωνιστικότητας στην αγορά εργασίας (47,4%). Οι αυξήσεις των μισθών εντοπίζονται κυρίως στους κλάδους της Βιομηχανίας, των Κατασκευών και των Υπηρεσιών.
Παρά τις αρχικές θετικές εκτιμήσεις, η απροθυμία σημαντικού μέρους των επιχειρήσεων να προβεί σε επενδύσεις το 2025, αποτυπώνει την ανασφάλεια της αγοράς. Να σημειωθεί ότι το 2023 το ποσοστό αυτό άγγιζε το 37%, ενώ τώρα έχει «σκαρφαλώσει» στο 49,2%.
Τα εμπόδια και οι δυσκολίες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων είναι λίγο ή πολύ γνωστά. Βασικό και αβάσταχτο κόστος είναι αυτό της ενέργειας, με το 93,9% των μεσαίων και το 78,1% των μικρών επιχειρήσεων να υποστηρίζουν αυτή την άποψη, ενώ ακολουθούν με εξίσου μεγάλα ποσοστά η φορολογία των επιχειρήσεων και οι ασφαλιστικές εισφορές στην εργασία. Στον αντίποδα, για τις μεγάλες επιχειρήσεις μείζον ζήτημα αποτελούν οι ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό (71,5%), η γραφειοκρατία και οι φόροι – ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικά οι μικρομεσαίες, επισημαίνουν δυσκολίες πρόσβασης στη χρηματοδότηση και χαμηλή αποδοτικότητα των δημόσιων υποδομών.
Αν και ζούμε σε μία συνθήκη με ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, με πολλά εργαλεία στη διάθεση των επιχειρήσεων, όπως είναι η τεχνητή νοημοσύνη, αυτό που καθίσταται σαφές είναι ότι το ελληνικό επιχειρείν έχει αρκετό δρόμο να διανύσει ακόμη, από τη στιγμή που το 55,1% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι δεν έχει εντάξει στις λειτουργίες της επιχείρησης , και δεν προτίθεται να το κάνει στο άμεσο μέλλον, την τεχνητή νοημοσύνη και να την αξιοποιήσει ανάλογα. Μόνο ένα μικρό ποσοστό έχει προχωρήσει σε πιλοτικά ή πλήρως εφαρμοσμένα προγράμματα. Αυτή η τεχνολογική υστέρηση αποτελεί σημαντικό κίνδυνο, καθώς ο διεθνής ανταγωνισμός εντείνεται και η ψηφιοποίηση θεωρείται βασική προϋπόθεση βιωσιμότητας.
Τέλος, στο ζήτημα της πράσινης μετάβασης και της κλιματικής κρίσης, ένα ποσοστό της τάξης του 50,7% αναγνωρίζει ότι είναι ζητήματα που θα επηρεάσουν την επιχειρηματική δραστηριότητα στο προσεχές μέλλον. Φυσικά κι εδώ υπάρχουν ενστάσεις κι επισημάνσεις προβλημάτων, καθώς το 47,9% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν υπάρχει επαρκής ενημέρωση, με τις δημόσιες δομές να κρίνονται σημαντικά ανεπαρκείς. Επιπρόσθετα, για να οδηγηθούν οι επιχειρήσεις στη μείωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος, θα πρέπει να υπάρξουν τα χρηματοδοτικά εργαλεία και οι επιδοτήσεις, να παρουσιαστούν τα ανάλογα πρότυπα και οι τεχνικές προδιαγραφές, αλλά και να γίνει πιο εύκολο το ρυθμιστικό περιβάλλον. Άλλωστε για να υλοποιηθούν τα παραπάνω, χρειάζονται γενναίες επενδύσεις από πλευράς των επιχειρήσεων, σε μία οικονομική συγκυρία που δεν τις ευνοεί.
Συνολικά, οι ελληνικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι διαθέτουν προσαρμοστικότητα, πείσμα και αντοχή. Παρότι κινούνται μέσα σε ένα σύνθετο και γεμάτο προκλήσεις περιβάλλον, διατηρούν τη δυναμική τους και επενδύουν στους ανθρώπους και τη λειτουργική σταθερότητα. Για να διασφαλιστεί όμως η βιώσιμη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, απαιτείται ενεργή στήριξη σε κρίσιμους τομείς, όπως η χρηματοδότηση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η μείωση του διοικητικού βάρους και η υποστήριξη της καινοτομίας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.