Η βιώσιμη αστική κινητικότητα αποτελεί ολοένα και μεγαλύτερη πρόκληση, με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (ΜΜΜ) να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στις μετακινήσεις δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Από τα πυκνά δίκτυα του Τόκιο και της Σεούλ έως τα συστήματα ταχείας λεωφορειακής κυκλοφορίας της Νότιας Αμερικής, οι δημόσιες συγκοινωνίες προσφέρουν λύσεις στην κυκλοφοριακή συμφόρηση, μειώνουν τις εκπομπές ρύπων και ενισχύουν την κοινωνική συνοχή.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Ένωση Δημόσιων Συγκοινωνιών (UITP), πραγματοποιούνται πάνω από 250 δισεκατομμύρια μετακινήσεις ετησίως με δημόσια μέσα μεταφοράς παγκοσμίως. Η Ασία καταγράφει την υψηλότερη χρήση, με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Κίνα και η Νότια Κορέα να ηγούνται. Στο Τόκιο, για παράδειγμα, σχεδόν το 50% των μετακινήσεων πραγματοποιείται μέσω δημόσιων συγκοινωνιών.
Η Ευρώπη ακολουθεί, με περίπου το ένα τέταρτο των πολιτών να χρησιμοποιεί συστηματικά τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ενώ στη Βόρεια Αμερική το αντίστοιχο ποσοστό είναι κάτω του 10%.
Η εικόνα διαφέρει σημαντικά από πόλη σε πόλη. Στο Τόκιο, το ποσοστό χρήσης αγγίζει το 45%, στο Παρίσι ανερχόταν στο 36% πριν την πανδημία, ενώ στο Λονδίνο κυμαίνεται γύρω στο 30%. Αντίθετα, στη Νέα Υόρκη –παρά το εκτεταμένο δίκτυο μετρό– μόνο το 28% των μετακινήσεων καλύπτεται από ΜΜΜ, με αισθητή μείωση μετά την πανδημία. Η Αθήνα παραμένει αρκετά χαμηλά, καθώς η χρήση των ΜΜΜ εκτιμάται ότι δεν υπερβαίνει το 15%.
Παρά τις προσπάθειες βελτίωσης των υποδομών και του στόλου, η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών εξακολουθεί να αποφεύγει τα δημόσια μέσα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2024, το 61,3% των πολιτών δηλώνει ότι δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ τα ΜΜΜ, ενώ καθημερινή χρήση αναφέρεται από μόλις το 6,7% του πληθυσμού. Η κατάσταση είναι πιο έντονη στην Αττική, όπου οι τακτικοί χρήστες δεν ξεπερνούν τις 500.000, ενώ στη Θεσσαλονίκη εκτιμάται ότι είναι λιγότεροι από 100.000.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η εικόνα αυτή δεν διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με το εισόδημα. Τόσο οι πολίτες χαμηλών εισοδημάτων όσο και οι πιο εύποροι Έλληνες έχουν εξίσου περιορισμένη σχέση με τις δημόσιες συγκοινωνίες. Για παράδειγμα, το 6,3% των χαμηλών εισοδημάτων και το 6,8% των πιο εύπορων δηλώνει ότι κάνει καθημερινή χρήση, ενώ ποσοστό άνω του 60% σε κάθε κατηγορία δηλώνει ότι δεν τις χρησιμοποιεί ποτέ. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι οι πολίτες διαθέτουν δικό τους μεταφορικό μέσο ή επιλέγουν να μετακινούνται με τα πόδια, ενώ μόνο ένα μικρό ποσοστό επικαλείται την χαμηλή συχνότητα δρομολογίων, τον αυξημένο χρόνο μετακίνησης ή την απουσία ΜΜΜ στην περιοχή του. Αξιοπερίεργο είναι ότι παράγοντες όπως το κόστος ή η ασφάλεια έχουν πολύ περιορισμένη σημασία για τη στάση των πολιτών.
Η περιορισμένη χρήση των ΜΜΜ στην Ελλάδα αντανακλά όχι μόνο ζητήματα υποδομής, αλλά και μια βαθύτερη πολιτισμική απόσταση του πολίτη από τη δημόσια συγκοινωνία. Το έλλειμμα εμπιστοσύνης και η έλλειψη ενός ελκυστικού, αξιόπιστου και φιλικού προς τον επιβάτη συστήματος παραμένουν βασικά εμπόδια.
Σε διεθνές επίπεδο, η πανδημία COVID-19 προκάλεσε πρωτοφανή πτώση στη χρήση ΜΜΜ, με ορισμένες πόλεις να βλέπουν έως και 80% μείωση της επιβατικής κίνησης. Η ανάκαμψη είναι άνιση, καθώς στην Ασία τα επίπεδα χρήσης έχουν αποκατασταθεί, ενώ στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική παραμένουν κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα. Οι λόγοι ποικίλλουν και αφορούν τη διατήρηση της τηλεργασίας, την αύξηση της ιδιωτικής μετακίνησης και τις αλλαγές στη συμπεριφορά των χρηστών.
Το μέσο που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι το λεωφορείο, ιδιαίτερα σε αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ το μετρό και τα τραμ κυριαρχούν σε πιο ανεπτυγμένα αστικά περιβάλλοντα. Οι λεωφορειακές γραμμές ταχείας κυκλοφορίας (BRT) έχουν υιοθετηθεί με επιτυχία σε πολλές πόλεις ως χαμηλού κόστους εναλλακτική λύση στο μετρό. Τα ΜΜΜ έχουν επίσης ισχυρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (IEA) να αναφέρει ότι η ευρεία μετάβαση σε καθαρές και αποδοτικές μορφές δημόσιας μεταφοράς θα μπορούσε να μειώσει τις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά έως και 1,8 γιγατόνους ετησίως μέχρι το 2050, συμβάλλοντας σημαντικά στην επίτευξη των στόχων για μηδενικές καθαρές εκπομπές. Παρά το γεγονός ότι τα ΜΜΜ συχνά επιδοτούνται από το κράτος, τα εισιτήρια καλύπτουν μόλις το 40–60% των εξόδων, οι κοινωνικές και οικονομικές αποδόσεις είναι πολλαπλάσιες.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ και το International Transport Forum, οι επενδύσεις σε δημόσια συγκοινωνία μπορούν να αποφέρουν πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομία. Κάθε 1 ευρώ επένδυσης μπορεί να επιστρέψει 3 έως 4 ευρώ, μέσω αύξησης της παραγωγικότητας, μείωσης της κυκλοφοριακής συμφόρησης και βελτίωσης της προσβασιμότητας.
Σε τελική ανάλυση, η εικόνα της δημόσιας συγκοινωνίας παγκοσμίως αποκαλύπτει μεγάλες ανισότητες, όχι μόνο στις υποδομές, αλλά και στις αντιλήψεις. Εκεί όπου τα ΜΜΜ είναι αξιόπιστα, γρήγορα και εξυπηρετικά, οι πολίτες τα αγκαλιάζουν. Εκεί όπου το σύστημα είναι αναξιόπιστο, αραιό ή δύσχρηστο, παραμένουν η τελευταία επιλογή. Η μετάβαση σε πιο βιώσιμες και ανθρώπινες πόλεις περνά αναγκαστικά μέσα από την επένδυση στα δημόσια μέσα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.