20 Ιούν 2025
READING

Πώς η κρίση Ισραήλ–Ιράν επηρεάζει την ελληνική οικονομία

4 MIN READ

Πώς η κρίση Ισραήλ–Ιράν επηρεάζει την ελληνική οικονομία

Πώς η κρίση Ισραήλ–Ιράν επηρεάζει την ελληνική οικονομία

Η σύγκρουση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν, που κλιμακώνεται με αυξανόμενη ένταση, έχει ήδη αρχίσει να επιδρά σημαντικά όχι μόνο στη Μέση Ανατολή, την άμεση γεωγραφική εστία της κρίσης, αλλά και σε γειτονικές και περιφερειακές περιοχές, όπως η Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Η Ελλάδα, ως χώρα της Ανατολικής Μεσογείου, βρίσκεται σε ένα ευαίσθητο γεωπολιτικό σταυροδρόμι, το οποίο την καθιστά ιδιαίτερα εκτεθειμένη στις συνέπειες κάθε μορφής αποσταθεροποίησης στην περιοχή. Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε τρεις βασικούς πυλώνες – τη ναυτιλία, τον τουρισμό και την ενέργεια – εντείνει την ευαλωτότητα της χώρας σε εξωγενείς γεωπολιτικούς κραδασμούς.

Ήδη, οι επιπτώσεις είναι ορατές και άμεσες. Ο τομέας του τουρισμού, που αποτελεί σημαντικό μοχλό ανάπτυξης και εξωστρέφειας για την ελληνική οικονομία, ήταν από τους πρώτους που επλήγησαν. Η αυξανόμενη ανησυχία των ταξιδιωτών για την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου οδηγεί σε ακυρώσεις προγραμματισμένων κρατήσεων, με σημαντικότερη πηγή των ακυρώσεων την ισραηλινή αγορά. Το Ισραήλ, διαχρονικά, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες αγορές προέλευσης τουριστών προς την Ελλάδα, με πολυπληθείς αφίξεις κάθε χρόνο. Περιοχές όπως η Κρήτη, η Ρόδος και η Κως, που αποτελούν αγαπημένους προορισμούς για τους Ισραηλινούς επισκέπτες, καταγράφουν ήδη σοβαρές απώλειες στις τουριστικές ροές. Αν και είχαν προγραμματιστεί 1,3 εκατομμύρια αεροπορικές θέσεις για το 2025 μεταξύ Ισραήλ και Ελλάδας, η γεωπολιτική κρίση οδήγησε σε ακυρώσεις πτήσεων, μείωση των κρατήσεων και αυξημένο κλίμα αβεβαιότητας. Επιπλέον, το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στους νησιωτικούς προορισμούς. Ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, που διαχειρίζεται μεγάλο μέρος της κίνησης από τη Μέση Ανατολή, έχει αρχίσει να καταγράφει αισθητή μείωση στην επιβατική του κίνηση, γεγονός που πλήττει και τις τουριστικές επιχειρήσεις της πρωτεύουσας και της ενδοχώρας. Αναλυτές προβλέπουν πως, εάν η κατάσταση παραταθεί, οι συνολικές απώλειες για τον ελληνικό τουριστικό τομέα θα μπορούσαν να υπερβούν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό ιδιαίτερα σημαντικό, ιδίως ενόψει της τουριστικής αιχμής.

Παράλληλα, κρίσιμες εξελίξεις διαγράφονται και στον ενεργειακό τομέα. Η αύξηση στις διεθνείς τιμές πετρελαίου, που ξεπέρασε το 7% μετά την επίθεση του Ισραήλ κατά του Ιράν, έχει δημιουργήσει νέο κύκλο ανησυχιών για τη σταθερότητα των διεθνών ενεργειακών ροών. Τα Στενά του Ορμούζ, μέσω των οποίων διέρχεται σημαντικό ποσοστό του παγκόσμιου πετρελαίου, θεωρούνται σήμερα πιο ευάλωτα από ποτέ, και κάθε αναταραχή εκεί επηρεάζει άμεσα την προσφορά και τη ζήτηση στην παγκόσμια αγορά. Η Ελλάδα, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εισαγωγές υδρογονανθράκων για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών, βρίσκεται αντιμέτωπη με αυξήσεις στο κόστος των καυσίμων, της ηλεκτρικής ενέργειας και των μεταφορών. Οι επιπτώσεις αυτών των αυξήσεων είναι άμεσες τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, καθώς το συνολικό κόστος διαβίωσης ενδέχεται να αυξηθεί αισθητά. Οικονομολόγοι εκτιμούν πως η επίπτωση στον πληθωρισμό μπορεί να φτάσει έως και μία ποσοστιαία μονάδα, ανατρέποντας τους μέχρι πρότινος ευνοϊκούς δημοσιονομικούς σχεδιασμούς και περιορίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών.

Η ναυτιλία, ένας από τους πιο δυναμικούς και εξωστρεφείς τομείς της ελληνικής οικονομίας, βιώνει και αυτή σοβαρές επιπτώσεις. Η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα στην ευρύτερη περιοχή του Περσικού Κόλπου, κρίσιμο σημείο διέλευσης ενεργειακών φορτίων, έχει οδηγήσει σε αυξήσεις στα ασφάλιστρα για τα δεξαμενόπλοια και τις θαλάσσιες μεταφορές. Πολλές ναυτιλιακές εταιρείες αναγκάζονται να τροποποιούν τα δρομολόγιά τους, αποφεύγοντας περιοχές υψηλού κινδύνου, γεγονός που συνεπάγεται αυξημένο κόστος και καθυστερήσεις στις παραδόσεις. Αυτό πλήττει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών ναυτιλιακών ομίλων, ιδιαίτερα εκείνων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της ενέργειας και των πρώτων υλών. Επιπλέον, η αβεβαιότητα μειώνει τη διάθεση για νέες επενδύσεις και παραγγελίες πλοίων, επιβραδύνοντας τη μακροπρόθεσμη ανανέωση του στόλου.

Οι πιέσεις επεκτείνονται και στον τομέα του εξωτερικού εμπορίου και της εφοδιαστικής αλυσίδας. Οι καθυστερήσεις στις παραδόσεις, η αστάθεια των διεθνών τιμών και η άνοδος των ναύλων και των ασφαλίστρων προκαλούν ισχυρές πιέσεις στις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο σε κρίσιμα αγαθά, όπως τα σιτηρά, τα καύσιμα και άλλες πρώτες ύλες, που εξαρτώνται από τις διεθνείς αγορές. Το επιπλέον κόστος μετακυλίεται στους καταναλωτές, εντείνοντας το πρόβλημα της ακρίβειας και περιορίζοντας την κατανάλωση. Αυτό με τη σειρά του επιβραδύνει την αναπτυξιακή δυναμική της εγχώριας οικονομίας, ειδικά στον τομέα των υπηρεσιών και του λιανεμπορίου.

Συνολικά, εκτιμάται ότι μια παρατεταμένη κρίση διάρκειας τριών μηνών μπορεί να προκαλέσει απώλειες έως και 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ για την ελληνική οικονομία, ποσό που ισοδυναμεί περίπου με το 1% του ΑΕΠ. Ωστόσο, υπάρχουν και ενδείξεις ανθεκτικότητας, καθώς η δημοσιονομική σταθερότητα που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης και η διατήρηση πρόσβασης στις διεθνείς αγορές χρηματοδότησης αποτελούν σημαντικά όπλα για την αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων κραδασμών. Η υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εφόσον διατηρηθεί, μπορεί να λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας σε περίπτωση παρατεταμένης έντασης.

Ωστόσο, η διατήρηση της ανθεκτικότητας δεν είναι δεδομένη και απαιτεί προσαρμοστικότητα, έγκαιρο σχεδιασμό και στρατηγικές παρεμβάσεις. Η Ελλάδα καλείται να επιταχύνει την εφαρμογή εναλλακτικών ενεργειακών σχεδίων, να ενισχύσει την ανθεκτικότητα του τουριστικού της προϊόντος μέσα από στοχευμένες δράσεις στήριξης, και να διασφαλίσει τη λειτουργικότητα κρίσιμων κλάδων όπως η ναυτιλία και η εφοδιαστική αλυσίδα.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.