Ξεκίνησε το έντονο debate σε κοινωνία και τοπικές αρχές σχετικά με την επιβολή τέλους στους επιβάτες κρουαζιέρας στα νησιά της Μυκόνου και της Σαντορίνης, μέτρο το οποίο ξεκίνησε να εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου.
Από τη μία πλευρά, εκφράζονται φόβοι ότι ένα τέτοιο μέτρο θα αποθαρρύνει τις επισκέψεις και το δέσιμο των κρουαζιερόπλοιων στα δημοφιλή αυτά λιμάνια, πλήττοντας τον τουριστικό κλάδο. Από την άλλη, οι κάτοικοι διαμαρτύρονται έντονα, υποστηρίζοντας ότι τα οικονομικά οφέλη από τους επιβάτες κρουαζιέρας δεν αντανακλώνται επαρκώς στην τοπική οικονομία. Η αντιπαράθεση αυτή αναδεικνύει ακόμα μία πτυχή των δυσκολιών ισορροπίας ανάμεσα στην ανάπτυξη και την αειφορία των νησιών.
Καθώς το 2025 προχωρά, τα περσινά στοιχεία για την κρουαζιέρα αποτυπώνουν μια σημαντική αύξηση στην κίνηση των επιβατών και των πλοίων στα ελληνικά λιμάνια. Συγκεκριμένα, από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2024, καταγράφηκαν 5.490 αφίξεις κρουαζιερόπλοιων, μεταφέροντας συνολικά πάνω από 7,9 εκατομμύρια επιβάτες, αριθμοί που ξεπερνούν κατά πολύ τα αντίστοιχα του 2023, όταν οι αφίξεις ήταν 5.227 πλοία και 7 εκατομμύρια επιβάτες. Οι τρεις βασικοί προορισμοί απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της κίνησης: ο Πειραιάς με 810 κρουαζιερόπλοια και 1,73 εκατ. επιβάτες, η Σαντορίνη με 750 πλοία και 1,35 εκατ. επιβάτες, και η Μύκονος με 768 πλοία και 1,29 εκατ. επιβάτες. Η αυξητική τάση αποτυπώνει τη σημαντικότητα της κρουαζιέρας για την ελληνική οικονομία, ωστόσο εντείνει και το φλέγον ζήτημα της επιβολής τέλους στους επιβάτες, μια κίνηση που, αν και στοχεύει στην καλύτερη διαχείριση των υποδομών και την στήριξη των τοπικών κοινωνιών, προκαλεί έντονες αντιδράσεις από φορείς του κλάδου που φοβούνται επιπτώσεις στην προσέλκυση επισκεπτών.
Όπως προβλέπει η πρόσφατη Κοινή Υπουργική Απόφαση το τέλος επιβάλλεται από 21 Ιουλίου (20 ημέρες μετά τη δημοσίευση της απόφασης) και διαφοροποιείται ανάλογα με την εποχή και το λιμάνι, με τα πιο υψηλά ποσά να επιβάλλονται στη Σαντορίνη και τη Μύκονο, δύο από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς της χώρας. Συγκεκριμένα, κατά την «υψηλή περίοδο» (1 Ιουνίου – 30 Σεπτεμβρίου), κάθε επιβάτης που αποβιβάζεται σε αυτά τα λιμάνια θα επιβαρύνεται με 20 ευρώ, ενώ στα υπόλοιπα λιμάνια το τέλος ανέρχεται σε 5 ευρώ. Στις περιόδους μετάβασης, από 1 Οκτωβρίου έως 31 Οκτωβρίου και από 1 Απριλίου έως 31 Μαΐου, το τέλος μειώνεται στα 12 ευρώ για Μύκονο και Σαντορίνη και στα 3 ευρώ για τα υπόλοιπα λιμάνια. Τέλος, στη «χαμηλή περίοδο» (1 Νοεμβρίου – 31 Μαρτίου), το τέλος πέφτει στα 4 ευρώ για τα δύο αυτά νησιά και στο 1 ευρώ για τα υπόλοιπα λιμάνια.
Όσον αφορά τα έσοδα, το ένα τρίτο θα εγγράφεται στον τακτικό προϋπολογισμό του υπουργείου Εσωτερικών και θα διατίθεται σε δήμους που φιλοξενούν λιμένες αποβίβασης, με στόχο τη χρηματοδότηση έργων για τη βελτίωση του τουριστικού προϊόντος και των υποδομών, ένα τρίτο θα κατευθυνθεί στο Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, χρηματοδοτώντας αποκλειστικά έργα σχετιζόμενα με τις υποδομές της κρουαζιέρας και το τελευταίο 33% θα προστεθεί στον προϋπολογισμό του υπουργείου Τουρισμού για την υποστήριξη δράσεων που ενισχύουν τον κλάδο.
Αυτό είναι και το κόκκινο πανί, καθώς οι αντιδράσεις για το νέο τέλος κρουαζιέρας στα νησιά της Μυκόνου και της Σαντορίνης χαρακτηρίζονται από έντονη αμφιθυμία και επιφυλάξεις. Από τη μία πλευρά, εκφράζεται η άποψη ότι το μέτρο επιβαρύνει δυσανάλογα τα δύο νησιά σε σχέση με τα υπόλοιπα λιμάνια της χώρας, δημιουργώντας μια μορφή τουριστικής ανισότητας. Υπάρχουν ανησυχίες για τη διαφάνεια και τον τρόπο είσπραξης του τέλους, ενώ επισημαίνεται πως μεγάλο μέρος των εσόδων δεν επιστρέφει άμεσα στις τοπικές κοινωνίες. Εκπρόσωποι των τοπικών αρχών εκτιμούν πως τα νησιά αυτά αποτελούν κρίσιμους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας και θα έπρεπε να επιβραβεύονται αντί να επιβαρύνονται, με κάποιους να ζητούν ακόμη και αναστολή ή κατάργηση του μέτρου. Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι μια αίσθηση αδικίας και αβεβαιότητας για το μέλλον της κρουαζιέρας στην περιοχή.
Η επιφυλακτικότητα απέναντι στην κρουαζιέρα δεν περιορίζεται μόνο στα ελληνικά νησιά, αλλά αποτελεί παγκόσμια τάση. Παραδείγματα όπως η Βενετία, όπου το 2021 οι τοπικές αρχές απαγόρευσαν την είσοδο μεγάλων κρουαζιερόπλοιων στο ιστορικό κέντρο, δείχνουν μια προσπάθεια προστασίας πολιτιστικών και περιβαλλοντικών θησαυρών από τις πιέσεις της μαζικής τουριστικής κίνησης. Ανάλογες πρακτικές εφαρμόζονται και στην Κυανή Ακτή, όπου από την αρχή του 2024 επιτρέπονται μόνο πλοία με κάτω από 1.000 επιβάτες, ενώ τα μεγαλύτερα οφείλουν να μεταφέρουν τους τουρίστες με μικρότερα σκάφη, περιορίζοντας έτσι τον άμεσο όγκο επισκεπτών στο λιμάνι.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.