Παρά τις έντονες προκλήσεις που σημάδεψαν την παγκόσμια και την ελληνική αμπελουργία το 2024, το ελληνικό κρασί εξακολουθεί να προχωρά μεθοδικά προς την αναβάθμιση της θέσης του στον διεθνή χάρτη.
Η χρονιά χαρακτηρίστηκε από ακραία καιρικά φαινόμενα, μειωμένες αποδόσεις και σοβαρές δυσκολίες στην παραγωγή, ωστόσο η στρατηγική στροφή του κλάδου προς τις premium αγορές φαίνεται να αποδίδει καρπούς. Αν και η Ελλάδα παραμένει χαμηλά σε όρους όγκου εξαγωγών, καταφέρνει να ανεβάζει την αξία και το κύρος των ετικετών της, ενισχύοντας την εικόνα της ως παραγωγού αυθεντικών, ποιοτικών και terroir-driven οίνων.
Το 2024, η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών κρασιού ανήλθε στα 98,1 εκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας ελαφρά πτώση της τάξης του 1,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη συγκρατημένη κάμψη στην αξία, κρύβεται μια πιο έντονη μείωση στον όγκο των εξαγωγών, κατά 12,8%, με τις αποστολές να διαμορφώνονται σε 25.165 τόνους. Η διαφορά αυτή ανάμεσα σε αξία και όγκο μαρτυρά την εξέλιξη του ελληνικού κρασιού σε ένα προϊόν υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, με μικρότερο όγκο αλλά υψηλότερη τιμή ανά μονάδα.
Εξαιρετικά θετικά ήταν τα μηνύματα από τις εξαγωγές ελληνικού κρασιού προς αγορές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις λεγόμενες “τρίτες χώρες”, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Αυστραλία. Σε αυτές τις αγορές, η αξία των εξαγωγών αυξήθηκε κατά 4,5%, φτάνοντας τα 44,6 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η μέση τιμή ανά κιλό κρασιού που εξήχθη άγγιξε τα 6,10 ευρώ, παρουσιάζοντας άνοδο 8%. Αντίθετα, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρότι ο συνολικός όγκος των εξαγωγών μειώθηκε, η μέση τιμή ανά κιλό ανέβηκε σημαντικά, σχεδόν κατά 12%, φθάνοντας τα 3 ευρώ. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι το ελληνικό κρασί καταφέρνει να τοποθετείται με επιτυχία σε πιο απαιτητικές και υψηλού επιπέδου αγορές, προσελκύοντας καταναλωτές που αναζητούν όχι απλώς ένα κρασί, αλλά ένα ποιοτικό προϊόν με χαρακτήρα και γηγενείς ποικιλίες.
Στον αντίποδα αυτής της εξαγωγικής πορείας, η εσωτερική παραγωγή κατέγραψε ιστορικά χαμηλά. Η συνολική σοδειά το 2024 περιορίστηκε στους 1.430.666 εκατόλιτρα, καταγράφοντας πτώση της τάξης του 33% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας. Ο καιρός δεν βοήθησε με τις παρατεταμένες ξηρασίες, τις ασθένειες στα αμπέλια, αλλά και οι ήδη περιορισμένες καλλιεργούμενες εκτάσεις συνετέλεσαν στη μείωση. Η δομή του ελληνικού αμπελώνα εξακολουθεί να είναι κατακερματισμένη, με τον μέσο κλήρο να μην ξεπερνά τα 4 στρέμματα, ενώ η μέση ηλικία των αμπελουργών παραμένει υψηλή, στα 58 έτη, χωρίς ενδείξεις σημαντικής ανανέωσης του ανθρώπινου δυναμικού.
Κι όμως, η παρουσία του ελληνικού κρασιού σε αγορές-κλειδιά, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Γαλλία, ενισχύεται διαρκώς. Ποικιλίες όπως το Ασύρτικο από τη Σαντορίνη, το Ξινόμαυρο από τη Νάουσα, το Βιδιανό από την Κρήτη και το Μαυροτράγανο, οι οποίες μέχρι πρότινος ήταν λιγότερο γνωστές στο διεθνές οινικό κοινό, αρχίζουν να καταλαμβάνουν θέση σε οινικές λίστες εστιατορίων υψηλής γαστρονομίας. Πολλές από τις σχετικές ετικέτες διακρίνονται σε διεθνείς διαγωνισμούς, αποσπώντας βραβεία και θετικές κριτικές από κορυφαίους γευσιγνώστες.
Παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, η θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια οινική αγορά παραμένει περιορισμένη. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η χώρα κατατάσσεται 23η στον κόσμο ως προς την αξία των εξαγωγών κρασιού, πολύ πίσω από τους παραδοσιακούς γίγαντες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, αλλά και από πιο “νέους” παίκτες, όπως η Χιλή, η Νότια Αφρική και η Αυστραλία. Η σύγκριση γίνεται ακόμη πιο ενδεικτική αν αναλογιστεί κανείς πως η Γαλλία εξάγει κρασί αξίας άνω των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ο νέος πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου, Στέλιος Μπουτάρης, δεν ωραιοποιεί την κατάσταση. Αναγνωρίζει την πρόοδο που έχει συντελεστεί στην ποιότητα και την αναγνωρισιμότητα, αλλά τονίζει την ανάγκη για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Οι μικρές παραγωγικές μονάδες, οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και η έλλειψη εθνικής στρατηγικής για την υποστήριξη του κλάδου περιορίζουν την εξωστρέφεια και τις επενδυτικές δυνατότητες. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών του κλάδου δεν ξεπερνά τα 450 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που υπολείπεται και από αυτό της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας.
Σε μια προσπάθεια ανασύνταξης και στρατηγικού επαναπροσδιορισμού, ο Σύνδεσμος Ελληνικού Οίνου επιχειρεί να χαράξει μια νέα πορεία για τον κλάδο. Μέσω της ενεργοποίησης του Παρατηρητηρίου Οίνου, φιλοδοξεί να θεσπίσει έναν μηχανισμό συστηματικής καταγραφής και ανάλυσης των δεδομένων της αγοράς. Ταυτόχρονα, ενισχύει τη συμμετοχή νέων επιστημόνων και τεχνοκρατών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και εργάζεται για την επικαιροποίηση του εθνικού στρατηγικού σχεδίου για τον ελληνικό οίνο. Κεντρικοί άξονες αυτής της νέας στρατηγικής είναι η βιωσιμότητα, η ενίσχυση της εξαγωγικής παρουσίας και η ουσιαστική σύνδεση του κρασιού με τον τουρισμό.
Σημαντική, τέλος, είναι και η συμβολική διάσταση της πρόσφατης συνεργασίας με τα Γενικά Αρχεία του Κράτους για τη διαφύλαξη της ιστορικής κληρονομιάς του ελληνικού κρασιού. Μέσω αυτής της πρωτοβουλίας επιχειρείται η καταγραφή της ιστορικής πορείας οινοποιείων, ετικετών και περιοχών, όχι μόνο ως πολιτιστική παρακαταθήκη, αλλά και ως στοιχείο που ενισχύει την ταυτότητα και τη μοναδικότητα του προϊόντος.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.