Η δημογραφική εικόνα της Ελλάδας μεταβάλλεται με ρυθμούς που υπερβαίνουν τις παλαιότερες προβλέψεις, αφήνοντας ήδη εμφανές αποτύπωμα στην οικονομία και στην κοινωνική συνοχή.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι η χώρα βρίσκεται σε μια μακρά περίοδο γήρανσης, καθώς οι γενιές που άλλοτε τροφοδοτούσαν την αγορά εργασίας μειώνονται συνεχώς, ενώ οι μεγαλύτερες ηλικίες αυξάνονται με σταθερό ρυθμό. Από το 2008 μέχρι σήμερα, οι πολίτες στις ηλικίες γύρω στα τριάντα έχουν περιοριστεί κατά σχεδόν 700.000, ενώ οι άνω των 65 ετών έχουν αυξηθεί πάνω από 400.000. Η συνολική απώλεια υπερβαίνει τις 720.000 κατοίκους σε δεκαεπτά χρόνια, αντιστοιχώντας περίπου στο 8,5% του πληθυσμού. Οι μεγαλύτερες απώλειες εντοπίζονται στις ηλικίες 30–44 ετών, όπου υπολογίζεται μείωση κατά 683.000 άτομα, ενώ οι 25–29 ετών έχουν συρρικνωθεί κατά περίπου 30% σε σχέση με πριν από δεκαπέντε χρόνια.
Η ανατροπή της δημογραφικής ισορροπίας επηρεάζει άμεσα το ασφαλιστικό και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Ο λόγος εργαζομένων προς συνταξιούχους, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, έχει ήδη πέσει στο 1,7 προς 1, πολύ χαμηλότερα από το 4 προς 1 που θεωρείται κρίσιμο για τη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Πρακτικά, κάθε εκατό εργαζόμενοι καλούνται να στηρίξουν σχεδόν πενήντα άτομα άνω των 65 ετών. Οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι μέχρι το 2030 για κάθε 100 άτομα σε ηλικία εργασίας, θα αντιστοιχούν 46 άτομα άνω των 65 ετών, ποσοστό υψηλότερο από τον σημερινό μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι ολοένα λιγότεροι εργαζόμενοι θα πρέπει να στηρίζουν όλο και περισσότερους συνταξιούχους, γεγονός που θα αυξήσει τις πιέσεις στο ασφαλιστικό σύστημα, στις δαπάνες υγείας και στις κοινωνικές παροχές.
Παράλληλα, η μείωση των γεννήσεων εντείνει το πρόβλημα. Η καθοδική πορεία ξεκίνησε μετά το 2010 και συνεχίζεται έως σήμερα. Το 2023, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι γεννήσεις περιορίστηκαν σε 69.675, την ώρα που οι θάνατοι έφτασαν τους 128.259, καταγράφοντας σχεδόν διπλάσιες απώλειες. Μόνο την περίοδο 2011–2024, οι γεννήσεις υπολείπονταν των θανάτων κατά περισσότερες από 500.000. Η παράταση του προσδόκιμου ζωής, που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 80,5 έτη για τους άνδρες και στα 85,5 για τις γυναίκες μέχρι το 2030, ενισχύει περαιτέρω την τάση γήρανσης και καθιστά την ανισορροπία πιο έντονη.
Το ΚΕΠΕ έχει τονίσει ότι η υποχώρηση της γονιμότητας δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, καθώς παρατηρείται και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο τα δεδομένα για την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά. Οι γυναίκες που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1950 είχαν κατά μέσο όρο δύο παιδιά, ενώ τρεις δεκαετίες αργότερα ο δείκτης γονιμότητας είχε πέσει κάτω από το 1,5. Η απώλεια σχεδόν 0,6 παιδιών ανά γυναίκα, μέσα σε μία μόλις γενιά, κατατάσσει τη χώρα στις πιο χαμηλές θέσεις της Ευρώπης ως προς τη διαγενεακή γονιμότητα, δίπλα στην Ισπανία, την Ιταλία και την Πολωνία.
Η μετανάστευση αποτελεί έναν ακόμη κρίσιμο παράγοντα που σημάδεψε τη χώρα κατά τη δεκαετία της κρίσης, όταν περισσότεροι άνθρωποι έφευγαν από όσους έρχονταν. Από το 2010 έως το 2015, αλλά και ξανά το 2021, οι εκροές υπερέβησαν τις εισροές, οδηγώντας χιλιάδες νέους σε παραγωγικές ηλικίες, συχνά με υψηλά προσόντα, στο εξωτερικό. Τα τελευταία χρόνια το ισοζύγιο έχει αντιστραφεί και πλέον καταγράφονται περισσότερες αφίξεις από αναχωρήσεις, ωστόσο η σύνθεση του πληθυσμού αλλάζει. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό αλλοδαπών έχει περιοριστεί από 6,5% το 2008 σε περίπου 3% το 2024, ενώ το μερίδιο των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει αυξηθεί από 34,4% σε 40,2%. Παρά την πρόοδο αυτή, το αποτύπωμα του brain drain εξακολουθεί να είναι αισθητό και οι απώλειες σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό δύσκολα αναπληρώνονται.
Οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι πίσω από τους αριθμούς κρύβονται εξελίξεις με σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Αν η αρνητική δημογραφική πορεία συνεχιστεί, θα χρειαστούν βαθιές αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα, αλλά και πιο ουσιαστικές πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας και της γονιμότητας. Με βάση τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο πληθυσμός της Ελλάδας ενδέχεται έως το 2030 να περιοριστεί γύρω στα 10 εκατομμύρια, γεγονός που θα σήμαινε μείωση άνω του 4% σε σύγκριση με το 2022. Πρόκειται για υπολογισμούς που στηρίζονται στις σημερινές τάσεις γεννήσεων, θανάτων και μετανάστευσης και αποτυπώνουν το πιθανό μέγεθος του δημογραφικού προβλήματος τα επόμενα χρόνια. Ένα τέτοιο σενάριο φέρνει στο προσκήνιο τη συζήτηση για αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, αλλά και για μεγαλύτερη ένταξη στην αγορά εργασίας των γυναικών, των νέων και των ατόμων με αναπηρία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το οικονομικό βάρος της απόφασης για τεκνοποιία λειτουργεί αποτρεπτικά για πολλά ζευγάρια, ειδικά σε περιόδους ακρίβειας και αβεβαιότητας. Το δημογραφικό ζήτημα δεν αποτελεί πια ένα πρόβλημα που προβάλλεται στο μέλλον, αλλά μια πιεστική πραγματικότητα του παρόντος, που απαιτεί άμεσα μέτρα ώστε η χώρα να μην συνεχίσει να χάνει το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας της.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.