Η ψηφιοποίηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους δείκτες που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα της οικονομίας. Η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή αποτελεί όρο επιβίωσης σε μια αγορά που αλλάζει με ταχείς ρυθμούς και η τεχνολογία επηρεάζει κάθε πτυχή της παραγωγής και της κατανάλωσης. Παρά τη σαφή πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, η συνολική εικόνα εξακολουθεί να παρουσιάζει καθυστέρηση σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δείχνοντας ότι η χώρα έχει ακόμη δρόμο να διανύσει για να καλύψει την απόσταση.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της αντίφασης καταγράφεται στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Το 2024, σχεδόν μία στις τέσσερις μικρές επιχειρήσεις προχώρησε σε πωλήσεις μέσω διαδικτύου, ποσοστό 23,6%, που σύμφωνα με την Eurostat, ξεπέρασε τον μέσο όρο της ΕΕ-27 ο οποίος ανήλθε στο 21,9%. Η μεταβολή αυτή είναι εντυπωσιακή, αφού για περισσότερο από μια δεκαετία τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ελλάδα κινούνταν σε μονοψήφιο ή χαμηλό διψήφιο επίπεδο. Παρά τα θετικά αυτά σημάδια, η εικόνα για τις μεσαίες επιχειρήσεις δεν είναι εξίσου ενθαρρυντική, καθώς μόλις το 20,5% πραγματοποίησε ηλεκτρονικές πωλήσεις, έναντι 30,5% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε χώρες του Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, τα ποσοστά των μικρών επιχειρήσεων ξεπερνούν το 25%, γεγονός που φανερώνει ότι η Ελλάδα κινείται ανοδικά, αλλά παραμένει πίσω σε σχέση με αγορές που ενσωμάτωσαν πιο οργανικά την ψηφιακή δραστηριότητα.
Η ώθηση που έδωσε η πανδημία στην υιοθέτηση ψηφιακών εργαλείων δεν στάθηκε αρκετή για να κλείσει το συνολικό κενό. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι μόνο το 53,4% των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων είχε το 2024 βασικό βαθμό ψηφιακής ετοιμότητας, τη στιγμή που ο μέσος όρος της ΕΕ-27 βρισκόταν στο 72,9%. Η επίδοση αυτή κατατάσσει τη χώρα στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών, υπογραμμίζοντας πόσο μεγάλη είναι η απόσταση από οικονομίες, όπως η Γερμανία ή η Γαλλία, όπου τα ποσοστά ξεπερνούν το 80%. Ακόμη και μικρότερες αγορές, όπως η Σλοβενία ή η Τσεχία, παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα ψηφιακής ένταξης, γεγονός που δείχνει ότι η υστέρηση της Ελλάδας δεν σχετίζεται μόνο με το μέγεθος της οικονομίας, αλλά και με βαθύτερες διαρθρωτικές αδυναμίες.
Στον τομέα των πιο προηγμένων τεχνολογιών η εικόνα είναι παρόμοια. Το 2024 μόλις το 8,2% των μικρών και το 15,9% των μεσαίων επιχειρήσεων αξιοποίησαν τουλάχιστον μία εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης. Παρά το γεγονός ότι τα ποσοστά αυτά είναι υπερδιπλάσια σε σχέση με το 2023, παραμένουν χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ που διαμορφώνεται στο 11,2% για τις μικρές και στο 21% για τις μεσαίες επιχειρήσεις. Σε χώρες όπως η Δανία και η Ολλανδία, η αξιοποίηση τέτοιων εργαλείων από μεσαίες επιχειρήσεις ξεπερνά το 25%, δημιουργώντας ακόμη πιο έντονο το χάσμα με την ελληνική πραγματικότητα. Η πρόοδος είναι ορατή, αλλά ο ρυθμός υιοθέτησης εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά των ευρωπαϊκών εξελίξεων.
Το γιατί η Ελλάδα δυσκολεύεται να πλησιάσει τα ευρωπαϊκά επίπεδα δεν συνδέεται μόνο με τις οικονομικές δυνατότητες των επιχειρήσεων. Ένα από τα πιο σοβαρά εμπόδια είναι η ψηφιακή γραφειοκρατία, που αντί να απλοποιεί τις διαδικασίες, τις καθιστά συχνά πιο περίπλοκες και δαπανηρές. Έρευνες του Ινστιτούτου της ΕΣΕΕ καταγράφουν ότι δύο στους τρεις εμπορικούς συλλόγους και ομοσπονδίες θεωρούν ως βασικότερο πρόβλημα την απουσία κοινής βάσης δεδομένων για πιστοποιητικά και δικαιολογητικά ανάμεσα στους δημόσιους φορείς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να υποβάλλουν επανειλημμένα τα ίδια έγγραφα, με άμεσο κόστος σε χρόνο και χρήμα.
Παράλληλα, έξι στις δέκα επιχειρήσεις δηλώνουν ότι χρειάζονται συνεχή υποστήριξη από λογιστές ή παρόχους ηλεκτρονικής τιμολόγησης ώστε να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους, γεγονός που επιβαρύνει περαιτέρω τα λειτουργικά τους έξοδα. Την ίδια στιγμή, η ανάγκη εκπαίδευσης προσωπικού σε νέες ψηφιακές δεξιότητες, σε συνδυασμό με το κόστος προμήθειας και συντήρησης λογισμικών, αποτελεί έναν επιπλέον φραγμό για πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που λειτουργούν ήδη σε περιβάλλον περιορισμένων πόρων.
Η συνολική εικόνα δείχνει μια έντονη αντίφαση. Από τη μία πλευρά, η δυναμική του ηλεκτρονικού εμπορίου αποδεικνύει ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να κινηθούν γρήγορα όταν βλέπουν άμεσα οφέλη. Από την άλλη, η χαμηλή διείσδυση της τεχνητής νοημοσύνης, ο χαμηλός βαθμός ψηφιακής ετοιμότητας και τα διαρθρωτικά εμπόδια υπογραμμίζουν ότι η ψηφιοποίηση στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη μετατραπεί σε ώριμη στρατηγική επιλογή.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας και αν μείνουν πίσω στη μετάβαση, η χώρα συνολικά θα χάσει έδαφος στην ευρωπαϊκή κούρσα ανταγωνιστικότητας. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να βελτιωθούν οι δείκτες, αλλά να καλλιεργηθεί μια κουλτούρα τεχνολογικής προσαρμογής που θα δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να καινοτομούν, να μειώνουν τα κόστη τους και να διεκδικούν πιο ενεργά θέση στις διεθνείς αγορές.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.