Η συζήτηση για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της τεχνητής νοημοσύνης έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς η χρήση των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων και των προηγμένων υπολογιστικών συστημάτων αυξάνεται με εκθετικούς ρυθμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Google προχώρησε πρόσφατα σε μια σημαντική ανακοίνωση, παρουσιάζοντας μια νέα μεθοδολογία που αποσκοπεί να μετρήσει με ακρίβεια το ενεργειακό, υδάτινο και ανθρακικό αποτύπωμα που προκαλεί η λειτουργία του chatbot Gemini. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που στοχεύει να προσφέρει μεγαλύτερη διαφάνεια σε έναν τομέα όπου τα διαθέσιμα δεδομένα παραμένουν περιορισμένα και συχνά αποσπασματικά.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις της Google, η μέση προτροπή κειμένου προς το Gemini απαιτεί 0,24 Wh ενέργειας, ποσότητα που αντιστοιχεί σε λιγότερο από εννέα δευτερόλεπτα τηλεθέασης. Η ίδια προτροπή παράγει περίπου 0,03 γραμμάρια ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα (gCO₂e), ενώ καταναλώνει 0,26 mL νερού, που μεταφράζεται σε περίπου πέντε σταγόνες. Οι αριθμοί αυτοί μπορεί να μοιάζουν μικροί αν ληφθούν μεμονωμένα, ωστόσο αποκτούν ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς ότι δισεκατομμύρια τέτοιες προτροπές εκτελούνται καθημερινά από εκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως. Η συσσώρευση του αντίκτυπου καθιστά σαφές ότι η AI δεν είναι άυλη τεχνολογία, αλλά έχει απτό περιβαλλοντικό κόστος.
Η Google υπογραμμίζει ότι η αποδοτικότητα των συστημάτων της έχει βελτιωθεί θεαματικά το τελευταίο διάστημα. Μέσα σε μόλις έναν χρόνο, η κατανάλωση ενέργειας ανά προτροπή μειώθηκε 33 φορές, ενώ το ανθρακικό αποτύπωμα περιορίστηκε κατά 44 φορές. Η πρόοδος αυτή οφείλεται τόσο στις βελτιώσεις των ίδιων των μοντέλων, που πλέον απαιτούν λιγότερους πόρους για να παραγάγουν απαντήσεις, όσο και στις σημαντικές επενδύσεις της εταιρείας σε προηγμένα κέντρα δεδομένων. Η Google δηλώνει ότι συνεχίζει να εστιάζει στη βελτίωση της αποδοτικότητας και στη χρήση καθαρής ενέργειας, με στόχο να περιορίσει περαιτέρω το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των υπηρεσιών της.
Η μεθοδολογία που παρουσίασε διαφέρει από άλλες προσεγγίσεις, καθώς δεν περιορίζεται στην κατανάλωση ρεύματος από τους επεξεργαστές ή τις κάρτες γραφικών που τρέχουν τα μοντέλα. Αντιθέτως, επιχειρεί να καλύψει ολόκληρη την αλυσίδα λειτουργίας, από τις CPUs και τη μνήμη μέχρι τα ανενεργά συστήματα, την ψύξη και τις υποδομές των data centers. Περιλαμβάνει ακόμη δείκτες απόδοσης, όπως το PUE (Power Usage Effectiveness), δίνοντας μια πιο πλήρη εικόνα για το πώς κάθε προτροπή «μεταφράζεται» σε ενεργειακό και περιβαλλοντικό φορτίο. Πρόκειται για μια ολιστική θεώρηση που φιλοδοξεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς όχι μόνο για την ίδια την Google, αλλά και για την ευρύτερη βιομηχανία.
Η δημοσίευση συνοδεύτηκε και από μια εκτενή τεχνική μελέτη με τίτλο «Measuring the environmental impact of delivering AI at Google scale», η οποία αναλύει τα διαφορετικά στάδια κατανάλωσης και περιγράφει με λεπτομέρειες τη μεθοδολογία. Μέσα από αυτήν η Google επιχειρεί να απαντήσει στην κριτική που συχνά διατυπώνεται, ότι οι ανακοινώσεις των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών στερούνται συγκεκριμένων στοιχείων και ακριβών μετρήσεων.
Η σημασία αυτής της πρωτοβουλίας είναι διπλή. Από τη μία, επιτρέπει στην επιστημονική κοινότητα, στους πολιτικούς φορείς και στις ίδιες τις επιχειρήσεις να κατανοήσουν καλύτερα το πραγματικό περιβαλλοντικό κόστος της τεχνητής νοημοσύνης. Από την άλλη, δημιουργεί ένα πλαίσιο λογοδοσίας, καθώς δείχνει ότι οι τεχνολογικοί κολοσσοί δεν μπορούν να εστιάζουν μόνο στην ανάπτυξη καινοτόμων υπηρεσιών, αλλά οφείλουν να ενσωματώνουν στους στόχους τους και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Η τεχνητή νοημοσύνη θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μοχλούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Μπορεί να στηρίξει την ιατρική έρευνα, να βελτιώσει την εκπαίδευση, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να προσφέρει τρισεκατομμύρια δολάρια σε προστιθέμενη αξία. Ωστόσο, η λειτουργία της απαιτεί τεράστιες υπολογιστικές δυνατότητες, οι οποίες με τη σειρά τους καταναλώνουν ενέργεια και νερό και εκλύουν αέρια του θερμοκηπίου. Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες μελέτες περιορίζονταν στη μέτρηση της ενέργειας που καταναλώνουν οι μηχανές, αφήνοντας εκτός κρίσιμες παραμέτρους όπως η χρήση υδάτινων πόρων ή η πραγματική απόδοση των data centers.
Η προσέγγιση της Google, που επιχειρεί να συνυπολογίσει όλους αυτούς τους παράγοντες, μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την καθιέρωση ενιαίων προτύπων. Αντίστοιχα βήματα θα μπορούσαν να ακολουθήσουν και άλλες εταιρείες, ώστε να υπάρξει συγκρίσιμη εικόνα για τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο της AI σε παγκόσμια κλίμακα.
Σε μια περίοδο που η κλιματική κρίση επιβάλλει νέα μέτρα και δεσμεύσεις, η κατανόηση του περιβαλλοντικού κόστους της τεχνητής νοημοσύνης δεν είναι μια δευτερεύουσα λεπτομέρεια, αλλά κρίσιμος παράγοντας για την αποδοχή και τη βιώσιμη ανάπτυξή της. Η ανακοίνωση της Google αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς τη διαφάνεια και την υπευθυνότητα, θέτοντας τις βάσεις για έναν πιο ρεαλιστικό διάλογο γύρω από το πώς η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να συνδυάσει την καινοτομία με τον σεβασμό στο περιβάλλον.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.