Η επαγγελματική εξουθένωση ή burnout αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο διαδεδομένα φαινόμενα στο σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον. Παρά την πληθώρα ερευνών και τη συνεχή συζήτηση γύρω από το ζήτημα, οι οργανισμοί εξακολουθούν να δυσκολεύονται να το διαχειριστούν ουσιαστικά.
Το burnout δεν είναι μπορεί να περιγραφεί ως μια απλή μια μορφή έντονου άγχους, αλλά μια χρόνια κατάσταση που αποδυναμώνει την ικανότητα του εργαζόμενου να αποδίδει, να συμμετέχει ενεργά και να νιώθει αποτελεσματικός στη δουλειά του. Η διάχυσή του σε διαφορετικούς κλάδους και επαγγέλματα δείχνει ότι δεν πρόκειται για ατομική αδυναμία, αλλά για ένα δομικό πρόβλημα που συνδέεται με τον τρόπο που οργανώνεται η εργασία.
Συχνά οι εταιρείες τείνουν να συγχέουν την επαγγελματική εξουθένωση με το καθημερινό στρες. Έτσι, την αντιμετωπίζουν μέσα από δράσεις που εντάσσονται στο πλαίσιο της «ευεξίας», με προγράμματα διαλογισμού, εφαρμογές για καλύτερο ύπνο, προτάσεις για σωματική άσκηση. Αυτά τα εργαλεία είναι χρήσιμα για την αντιμετώπιση περιστασιακών πιέσεων, όπως οι αυστηρές προθεσμίες ή οι διαπροσωπικές εντάσεις. Ωστόσο, δεν αγγίζουν το πραγματικό πρόβλημα. Το burnout είναι αποτέλεσμα χρόνιων συνθηκών, που συσσωρεύονται και οδηγούν σε τρία χαρακτηριστικά συμπτώματα, δηλαδή την παρατεταμένη σωματική και ψυχική κόπωση, το αίσθημα κυνισμού και αποστασιοποίησης από την εργασία, και τέλος, την αίσθηση απώλειας αποτελεσματικότητας.
Η διεθνής έρευνα και η εμπειρία από πολλούς κλάδους, όπως καταγράφει το Forbes, συγκλίνουν ως προς τα βασικά αίτια που τροφοδοτούν το φαινόμενο. Το πρώτο και σημαντικότερο είναι ο υπερβολικός φόρτος εργασίας, όταν οι απαιτήσεις υπερβαίνουν συστηματικά τις δυνατότητες του εργαζόμενου. Σε αυτό προστίθεται η έλλειψη αναγνώρισης, η απουσία θετικής ανατροφοδότησης και η αίσθηση ότι οι κόποι μένουν απαρατήρητοι. Σημαντικός παράγοντας είναι και η απουσία κοινότητας, όταν κάποιος νιώθει απομονωμένος από την ομάδα ή χωρίς στήριξη από τον προϊστάμενο. Η αδικία και η έλλειψη διαφάνειας, η ανακολουθία ανάμεσα στις αξίες του εργαζόμενου και σε εκείνες του οργανισμού, καθώς και η έλλειψη αυτονομίας και ευελιξίας στο πώς οργανώνεται η εργασία, συνθέτουν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται η επαγγελματική εξουθένωση.
Η αντιμετώπιση αυτών των αιτιών απαιτεί παρεμβάσεις που ξεπερνούν τα όρια των προγραμμάτων ευεξίας. Χρειάζεται αλλαγή στον τρόπο που οργανώνονται οι ομάδες, στη διαχείριση του χρόνου και στην κατανομή των αρμοδιοτήτων. Οι ηγέτες καλούνται να καλλιεργήσουν κουλτούρα δίκαιης αναγνώρισης, να ενισχύσουν τη διαφάνεια και να φροντίσουν ώστε οι ομάδες τους να λειτουργούν με αίσθημα ενότητας και στήριξης. Η έμπρακτη ενσωμάτωση των αξιών του οργανισμού και η παροχή μεγαλύτερης αυτονομίας στους εργαζομένους μπορούν να λειτουργήσουν ως ουσιαστικές δικλείδες ασφαλείας.
Ένα ακόμη λάθος που παρατηρείται συχνά είναι η απουσία στρατηγικής. Οι περισσότερες εταιρείες θέτουν σαφείς στόχους και μετρήσεις για τα οικονομικά τους αποτελέσματα ή για την τεχνολογική τους ανάπτυξη, αλλά σπάνια κάνουν το ίδιο για τη μείωση του burnout. Ένα εισαγωγικό σεμινάριο ή μια μεμονωμένη δράση δεν αρκούν. Αντίθετα, χρειάζεται μια συνολική στρατηγική που θα περιλαμβάνει μέτρηση των ποσοστών επαγγελματικής εξουθένωσης ανά τμήμα, εντοπισμό των ειδικών αιτιών και στοχευμένες παρεμβάσεις.
Οι καλές πρακτικές δείχνουν ότι αποτελεσματικές λύσεις προκύπτουν όταν η πρόληψη του burnout αναγνωρίζεται ως ζήτημα ηγεσίας και οργανωτικής κουλτούρας. Η κοινή λογοδοσία της ηγετικής ομάδας, η συνεχής εκπαίδευση των στελεχών, η δημιουργία ομάδων εργασίας που περιλαμβάνουν ανθρώπους από όλα τα επίπεδα και η ανοιχτή συζήτηση γύρω από το ζήτημα μπορούν να δώσουν ουσιαστικά αποτελέσματα. Εξίσου σημαντική είναι η παρουσία ενός στελέχους με βαρύνοντα ρόλο, που θα θέτει τα κατάλληλα ερωτήματα όταν λαμβάνονται στρατηγικές αποφάσεις. Είτε πρόκειται για την επιστροφή στο γραφείο είτε για μια συγχώνευση, είναι κρίσιμο να εξετάζεται πώς αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν τον φόρτο, την ευελιξία και την ψυχολογική ασφάλεια των εργαζομένων.
Το burnout δεν αφορά μια προσωπική δοκιμασία, αλλά είναι ένας παράγοντας που επηρεάζει άμεσα τη βιωσιμότητα και την παραγωγικότητα ενός οργανισμού. Ένας εργαζόμενος σε χρόνια εξάντληση δεν μπορεί να αποδώσει, να καινοτομήσει ή να συνεργαστεί δημιουργικά. Γι’ αυτό και η αντιμετώπισή του δεν είναι πολυτέλεια, αλλά στρατηγική αναγκαιότητα. Η λύση δεν βρίσκεται σε αποσπασματικά μέτρα, αλλά σε μια συνολική προσέγγιση που ξεκινά από τον τρόπο που σχεδιάζεται και διοικείται η εργασία. Μόνο μέσα από πραγματικές αλλαγές στην οργανωτική κουλτούρα και με την υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών μπορεί να διασφαλιστεί ένα περιβάλλον που ενισχύει την ανθεκτικότητα και την ευημερία, τόσο των εργαζομένων όσο και των ίδιων των οργανισμών.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.