Η Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τη διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το δεύτερο τρίμηνο του 2025, ένας στους πέντε εργαζόμενους ηλικίας 20 έως 64 ετών απασχολείται περισσότερες από 45 ώρες την εβδομάδα, ποσοστό που φτάνει το 20,9% και είναι σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 10,8%. Η εικόνα αυτή φέρνει τη χώρα στην κορυφή της κατάταξης των κρατών-μελών με τις περισσότερες ώρες απασχόλησης, δείχνοντας ότι η ελληνική αγορά παραμένει προσανατολισμένη στις πολλές ώρες δουλειάς αντί στη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Η υπεραπασχόληση των Ελλήνων δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Εντούτοις, οι σημερινές συνθήκες την καθιστούν πιο σύνθετη και πιο πιεστική από ποτέ. Η παρατεταμένη οικονομική αβεβαιότητα, το υψηλό κόστος ζωής και οι μισθοί που εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, ωθούν πολλούς εργαζόμενους να αναζητούν πρόσθετες ώρες ή και δεύτερη απασχόληση. Παράλληλα, η αγορά εργασίας εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σημαντικά ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης, γεγονός που εντείνει την ανάγκη για σταθερό εισόδημα, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει περισσότερες ώρες εργασίας την εβδομάδα.
Η σύνθεση της ελληνικής επιχειρηματικότητας παίζει επίσης ρόλο σε αυτή την εικόνα. Οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι μικρές ή οικογενειακές, με περιορισμένο προσωπικό, κάτι που συχνά οδηγεί σε παρατεταμένο ωράριο για τους ήδη απασχολούμενους. Σε πολλούς κλάδους, ιδιαίτερα στον τουρισμό, την εστίαση και το λιανικό εμπόριο, η εποχικότητα δημιουργεί περιόδους έντονης ζήτησης όπου οι υπερωρίες αποτελούν καθημερινή πρακτική. Η ανάγκη να καλυφθούν κενές θέσεις, που σε αρκετές περιπτώσεις παραμένουν ακάλυπτες, οδηγεί συχνά στην περαιτέρω εντατικοποίηση της εργασίας για όσους ήδη εργάζονται.
Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν πως, μετά την Ελλάδα, η μεγαλύτερη διάρκεια εβδομαδιαίας απασχόλησης καταγράφεται στην Κύπρο (16,6%) και στη Μάλτα (14,6%), ενώ στα χαμηλότερα επίπεδα βρίσκονται η Βουλγαρία (2,5%), η Λετονία (4,1%) και η Ρουμανία (5,9%). Την ίδια στιγμή, το 72,3% των εργαζομένων στην Ε.Ε. εργάζεται μεταξύ 20 και 44 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ στην Ελλάδα μόλις το 6,1% απασχολείται λιγότερο από 19 ώρες, κάτι που αποτυπώνει τον περιορισμένο ρόλο της μερικής απασχόλησης στη χώρα.
Σύμφωνα με τα περσινά στοιχεία της Eurostat, ο μέσος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας στην κύρια απασχόληση στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στις 39,8 ώρες, επίσης ο υψηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τους άνδρες με πλήρη απασχόληση, ο μέσος όρος ήταν ακόμη υψηλότερος, στις 42,4 ώρες. Οι δείκτες αυτοί δείχνουν ότι η μακροχρόνια παράδοση υπεραπασχόλησης παραμένει βαθιά ριζωμένη, ακόμη κι όταν άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες στρέφονται σε πιο ισορροπημένα μοντέλα εργασίας.
Η αυξητική πορεία των υπερωριών κατά τη διάρκεια του 2025 έρχεται να επιβεβαιώσει τη διαχρονική αυτή τάση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ», στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου οι δηλωμένες υπερωρίες ξεπέρασαν τις 4 εκατομμύρια ώρες, αυξημένες κατά περίπου 1,8 εκατομμύρια σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Η πιο θεαματική άνοδος εντοπίζεται στους κλάδους του τουρισμού και της εστίασης, όπου οι υπερωρίες εκτινάχθηκαν έως και κατά 728% σε επταμηνιαία βάση. Η καθολική εφαρμογή της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας, σε συνδυασμό με τον νέο τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για την εργασία πέραν του οκταώρου, οδήγησε τις επιχειρήσεις στην υποχρεωτική καταγραφή των πραγματικών ωρών απασχόλησης, αποκαλύπτοντας έτσι το πραγματικό εύρος του φαινομένου.
Πέρα από τα στατιστικά μεγέθη, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η εξαιρετικά μεγάλη διάρκεια εργασίας συνδέεται άμεσα με τη χαμηλή αμοιβή και την περιορισμένη παραγωγικότητα. Όπως αναφέρει και η έκθεση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ) που συνοδεύει το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, οι χώρες με τους περισσότερους εργαζόμενους σε καθεστώς άνω των 45 ωρών εβδομαδιαίως είναι συχνά και εκείνες με τους χαμηλότερους μέσους μισθούς. Η Ελλάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίφασης, καθώς οι πολίτες εργάζονται περισσότερο, χωρίς αυτό να μεταφράζεται σε υψηλότερες αποδοχές ή βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Η ίδια έκθεση υπογραμμίζει ότι η υπερβολική διάρκεια εργασίας μπορεί να έχει αντίθετα αποτελέσματα στην παραγωγικότητα. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι χώρες που έχουν λιγότερες ώρες εργασίας τείνουν να παρουσιάζουν υψηλότερη αποδοτικότητα, ενώ η παρατεταμένη κόπωση οδηγεί στη φθορά της απόδοσης και στη μείωση της καινοτομίας. Η υπερεργασία, επομένως, δεν είναι συνώνυμη της αποτελεσματικότητας, αλλά συχνά δείγμα μιας οικονομίας που βασίζεται περισσότερο στην ποσότητα παρά στην ποιότητα της εργασίας.
Η ανασφάλεια, η ατελής εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας και η χαμηλή διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων συνθέτουν ένα περιβάλλον όπου οι υπερωρίες αντιμετωπίζονται ως αναγκαιότητα και όχι ως επιλογή. Ιδίως στις μικρές και εποχικές επιχειρήσεις, οι έλεγχοι παραμένουν δύσκολοι και η παράταση του ωραρίου θεωρείται συχνά αυτονόητη. Σε αυτή τη συνθήκη, η Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας και η μεγαλύτερη διαφάνεια στα ωράρια μπορούν να αποτελέσουν εργαλεία εξορθολογισμού, εφόσον συνοδευτούν από συστηματικούς ελέγχους και ουσιαστική ενίσχυση των αρμόδιων μηχανισμών.
Η ελληνική αγορά εργασίας εξακολουθεί να ισορροπεί ανάμεσα στην ανάγκη για απασχόληση και στην προσπάθεια διατήρησης ενός βιώσιμου ρυθμού ζωής. Η πρόκληση για τα επόμενα χρόνια είναι η σταδιακή μετάβαση από το μοντέλο της εξάντλησης σε αυτό της παραγωγικότητας, από το «περισσότερες ώρες» στο «καλύτερη εργασία». Και σε αυτή τη μετάβαση, τα στοιχεία της Eurostat υπενθυμίζουν ότι η ευημερία δεν μετριέται μόνο σε ώρες, αλλά και σε ποιότητα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.