Η σχέση των Ελλήνων με το χρήμα και την αποταμίευση παραμένει ιδιότυπη, βαθιά επηρεασμένη από ιστορικές εμπειρίες ανασφάλειας και τα κοινωνικά στερεότυπα που διαμορφώθηκαν μέσα σε δεκαετίες οικονομικών διακυμάνσεων.
Παρά τη σταδιακή ανάπτυξη της αγοράς και τη διεύρυνση των επενδυτικών επιλογών, η χρηματοοικονομική παιδεία παραμένει περιορισμένη, γεγονός που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τα νοικοκυριά αντιλαμβάνονται την έννοια του πλούτου και της ασφάλειας. Οι περισσότεροι εξακολουθούν να θεωρούν ότι η κατοχή ακινήτου αποτελεί την πιο σίγουρη μορφή αποταμίευσης, ενώ οι έννοιες της διαφοροποίησης κινδύνου, της μακροπρόθεσμης επένδυσης ή της συμπληρωματικής συνταξιοδότησης παραμένουν για πολλούς έννοιες αφηρημένες ή ξένες προς την καθημερινή τους εμπειρία.
Η οικονομική άγνοια εξακολουθεί να αποτελεί κοινό παρονομαστή, ανεξάρτητα από εισόδημα ή μόρφωση, και αντικατοπτρίζεται στις καθημερινές επιλογές των πολιτών. Σχεδόν οι μισοί δηλώνουν αβέβαιοι για το πώς να αποταμιεύσουν ή να επενδύσουν με σωστό τρόπο, ενώ ελάχιστοι κατανοούν τι σημαίνει πραγματικά η διαχείριση κινδύνου. Για την πλειονότητα, τα χρήματα είναι εργαλείο κάλυψης αναγκών και όχι μέσο σχεδιασμού του μέλλοντος. Πάνω από το ένα τρίτο ζει προσηλωμένο στο παρόν, και σχεδόν οι μισοί θεωρούν την κατανάλωση μορφή επιβεβαίωσης περισσότερο παρά οικονομικής επιλογής. Πίσω από αυτά τα ποσοστά κρύβεται μια διαχρονική δυσπιστία απέναντι στις αγορές και μια δυσκολία να συνδεθεί η έννοια της επένδυσης με την έννοια της εμπιστοσύνης.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις αγορές και τα θεσμικά επενδυτικά προϊόντα ενισχύθηκε μέσα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών. Πολλοί πολίτες είδαν τις αποταμιεύσεις τους να εξανεμίζονται, είτε από χρηματοπιστωτικές αναταράξεις είτε από την αστάθεια του συνταξιοδοτικού συστήματος. Έτσι, η κατοχή κατοικίας ή γης αναδείχθηκε σε ύψιστη μορφή ασφάλειας και κοινωνικού κύρους. Για τον Έλληνα, το σπίτι δεν είναι ένα απλό περιουσιακό στοιχείο, αλλά σημείο αναφοράς, οικογενειακό στήριγμα και σύμβολο ανεξαρτησίας. Η προσκόλληση στην ιδιοκτησία έχει περάσει από γενιά σε γενιά και εξακολουθεί να λειτουργεί ως άμυνα απέναντι στο αβέβαιο.
Την ίδια στιγμή, η ιδέα της αποταμίευσης μέσω συνταξιοδοτικών προγραμμάτων παραμένει ασθενής. Σε χώρες της Ευρώπης, οι ιδιωτικές συντάξεις και τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια θεωρούνται μέρος του οικονομικού σχεδιασμού της ζωής ενός εργαζομένου. Στην Ελλάδα, όμως, η συζήτηση για τη μελλοντική ασφάλεια συχνά σταματά στην προσδοκία της κρατικής σύνταξης. Οι νέες γενιές, αν και πιο εξοικειωμένες με την τεχνολογία, δεν έχουν ακόμη αναπτύξει κουλτούρα τακτικής αποταμίευσης ή μακροπρόθεσμου σχεδίου. Οι ψηφιακές εφαρμογές micro-investing και οι σύγχρονες επενδυτικές πλατφόρμες δημιουργούν νέες δυνατότητες, αλλά η εξοικείωση με τα εργαλεία αυτά δεν έχει μεταφραστεί σε ουσιαστική αλλαγή νοοτροπίας.
Η ελληνική παράδοση της ιδιοκτησίας εξηγεί γιατί η πλειονότητα των νοικοκυριών επιλέγει να τοποθετεί το σύνολο σχεδόν των αποταμιεύσεών της σε ακίνητα. Η κατοικία παραμένει το σταθερότερο στήριγμα και το πιο οικείο μέσο αποθήκευσης πλούτου, σε αντίθεση με τις ρευστές και αβέβαιες αποδόσεις των χρηματοοικονομικών προϊόντων. Ωστόσο, αυτή η μονομερής στρατηγική έχει κόστος. Ο πλούτος παγιδεύεται σε περιουσιακά στοιχεία που δεν παράγουν εισόδημα και η ικανότητα των νοικοκυριών να ανταποκριθούν σε κρίσεις ή ευκαιρίες περιορίζεται.
Στην πράξη, τα ελληνικά νοικοκυριά διατηρούν πάνω από το 60% του χρηματοοικονομικού τους πλούτου σε μετρητά ή τρεχούμενους λογαριασμούς, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη. Λιγότερο από το 10% έχει οποιοδήποτε είδος επενδυτικού προϊόντος, με μόλις 8% να διαθέτει μετοχές, 5% επενδυτικό λογαριασμό και 2% αμοιβαία κεφάλαια. Η Ελλάδα κατατάσσεται στη 16η θέση μεταξύ 21 ευρωπαϊκών χωρών στην αγορά διαχείρισης κεφαλαίων, με υπό διαχείριση κεφάλαια που δεν ξεπερνούν τα 22 δισεκατομμύρια ευρώ, όταν η Ιταλία διαθέτει 1,5 τρισεκατομμύριο και η Γαλλία περισσότερα από 4,8.
Η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζεται και στη διάρθρωση της περιουσίας. Τα ακίνητα αποτελούν περίπου το 70% της συνολικής περιουσίας των ελληνικών νοικοκυριών. Στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 45%, καθώς τα νοικοκυριά επιλέγουν να κατανέμουν μεγαλύτερο μέρος των πόρων τους σε συνταξιοδοτικά προγράμματα και επενδυτικά προϊόντα, στα οποία τοποθετούν περίπου το 37% της περιουσίας τους.
Η άνοδος των τιμών των ακινήτων τα τελευταία χρόνια ενίσχυσε ακόμη περισσότερο αυτή τη νοοτροπία, δημιουργώντας υπεραξίες για τους ιδιοκτήτες, αλλά απομακρύνοντας τα νεότερα νοικοκυριά από την ιδιοκατοίκηση. Έτσι, το ακίνητο παραμένει το πιο ελκυστικό μέσο αποταμίευσης για όσους ήδη διαθέτουν περιουσία, ενώ για τους υπόλοιπους εξελίσσεται σε απρόσιτο αγαθό. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ενίσχυση της χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης και η δημιουργία κινήτρων για επενδύσεις σε διαφοροποιημένα προϊόντα μπορούν να αποτελέσουν κρίσιμους παράγοντες για μια πιο ισορροπημένη και βιώσιμη οικονομική κουλτούρα.
Η κατανόηση της αξίας της αποταμίευσης και της συνειδητής διαχείρισης των πόρων δεν αφορά μόνο τα άτομα, αλλά και τη συλλογική ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η καλλιέργεια χρηματοοικονομικής συνείδησης μπορεί να προσφέρει στους πολίτες τα εργαλεία για να χτίσουν ασφάλεια με τρόπο πιο δυναμικό, πιο ευέλικτο και πιο προσαρμοσμένο στις ανάγκες της εποχής.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.