Η ευέλικτη χορτοφαγία, γνωστή διεθνώς ως flexitarian διατροφή, αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές αλλαγές της εποχής μας. Δεν πρόκειται για αυστηρή χορτοφαγία ούτε για πλήρη αποχή από το κρέας, αλλά για μια πιο ισορροπημένη στάση απέναντι στη διατροφή, όπου το ζωικό στοιχείο περιορίζεται χωρίς να αποκλείεται.
Οι άνθρωποι που ακολουθούν αυτό το μοντέλο επιλέγουν συνειδητά να καταναλώνουν λιγότερο κρέας, αντικαθιστώντας μέρος των γευμάτων τους με φυτικές πρωτεΐνες, όσπρια ή εναλλακτικά προϊόντα. Είναι μια τάση που αντανακλά ταυτόχρονα ανησυχία για την υγεία, ευαισθησία απέναντι στο περιβάλλον και προσαρμογή στις οικονομικές συνθήκες, σε μια περίοδο που οι τιμές των τροφίμων δοκιμάζουν τα όρια των νοικοκυριών.
Σε ολόκληρη την Ευρώπη, σχεδόν ένας στους τρεις καταναλωτές δηλώνει ότι έχει υιοθετήσει έναν τέτοιο τρόπο διατροφής. Στην Ελλάδα, η αλλαγή αυτή εμφανίζεται σταδιακά, κυρίως στις μεγάλες πόλεις και στις νεότερες ηλικίες, όπου η πληροφόρηση, η διαθεσιμότητα φυτικών επιλογών και η αναζήτηση πιο «ελαφριών» τροφών καθιστούν ευκολότερη τη μετάβαση. Παρά το γεγονός ότι οι αυστηρά χορτοφάγοι και οι vegan παραμένουν μικρό ποσοστό του πληθυσμού, η διάθεση για μείωση του κρέατος διευρύνεται. Δεν είναι τυχαίο ότι η άνοδος της τάσης αυτής συμβαδίζει χρονικά με την μεγάλη άνοδο των τιμών στα τρόφιμα, που άλλαξε ριζικά τη σχέση των καταναλωτών με το τραπέζι τους.
Ελάχιστοι μπορούσαν να προβλέψουν πως μέσα σε τέσσερα χρόνια, από το 2021 έως το 2025, το μοσχάρι και το ελαιόλαδο θα θεωρούνταν σχεδόν είδη πολυτελείας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η τιμή του μοσχαρίσιου κρέατος έχει αυξηθεί κατά 54,6% στο διάστημα αυτό, περισσότερο από κάθε άλλη κατηγορία.
Το μοσχαρίσιο κρέας, ανάλογα με το είδος, την ηλικία και την προέλευση του ζώου, πωλείται με σημαντικές διακυμάνσεις στις τιμές τόσο στα σούπερ μάρκετ όσο και στα κρεοπωλεία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι διεθνείς τιμές δεν έχουν ακόμη σταθεροποιηθεί και ο μοσχαρίσιος κιμάς μπορεί σύντομα να αγγίξει τα 20 ευρώ το κιλό.
Η εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές εξηγεί αυτή τη μεταβλητότητα. Μόνο το 10% της κατανάλωσης βόειου κρέατος καλύπτεται από εγχώρια παραγωγή, ενώ το υπόλοιπο προέρχεται κυρίως από τη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Γερμανία και την Πολωνία. Το αρνίσιο και κατσικίσιο κρέας ακολουθεί ανοδική πορεία, με αυξήσεις που φθάνουν το 43,3% από το 2021, επιβαρυμένες από την επιδημία ευλογιάς των προβάτων και την θανάτωση πολλών κοπαδιών. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι ενόψει των εορτών οι τιμές ενδέχεται να αυξηθούν ακόμη περισσότερο, καθώς η χώρα θα χρειαστεί νέες εισαγωγές για να καλύψει τη ζήτηση.
Το χοιρινό, που παραδοσιακά θεωρούνταν πιο προσιτό, έχει ακριβύνει κατά 37,9% μέσα σε τέσσερα χρόνια, επηρεασμένο από τους αυστηρότερους ευρωπαϊκούς κανόνες ευζωίας και το αυξημένο κόστος παραγωγής. Παρότι παραμένει η πιο οικονομική επιλογή, η τιμή του βρίσκεται σε επίπεδα που δοκιμάζουν τις αντοχές των καταναλωτών. Στα πουλερικά, οι αυξήσεις ήταν ηπιότερες, γύρω στο 26,8%, αλλά και εκεί η αύξηση των τιμών στις ζωοτροφές και τα κρούσματα γρίπης των πτηνών πιέζουν τα περιθώρια.
Παρά τις ανατιμήσεις, η κατανάλωση κρέατος στην Ελλάδα δεν έχει υποχωρήσει θεαματικά, αλλά έχει αλλάξει μορφή. Οι Έλληνες προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες αγοράζοντας μικρότερες ποσότητες ή στρέφονται σε φθηνότερες επιλογές. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η μέση μηνιαία δαπάνη για κρέας ανήλθε στα 76,11 ευρώ το 2024, αυξημένη κατά 3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ η συνολική κατανάλωση στη λιανική υποχώρησε κάτω από τους 500.000 τόνους, για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες.
Μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, η στροφή προς το flexitarian μοντέλο φαίνεται να λειτουργεί ως συμβιβαστική λύση. Οι καταναλωτές δεν εγκαταλείπουν πλήρως το κρέας, αλλά αναζητούν ισορροπία, επιλέγοντας να το καταναλώνουν πιο σπάνια και με μεγαλύτερη προσοχή στην ποιότητα. Η τάση αυτή ενισχύεται και από τη διεθνή συζήτηση γύρω από τη βιωσιμότητα, καθώς η μείωση της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος συνδέεται με τη μείωση των εκπομπών και τη βελτίωση της δημόσιας υγείας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η παραγωγή βόειου κρέατος στην ΕΕ-27 το οκτάμηνο του 2025 μειώθηκε κατά 10,75% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024, υποχωρώντας στους 3,85 εκατ. τόνους από 4,32 εκατ. τόνους. Ακόμη πιο έντονη είναι η πτώση στην Ελλάδα, όπου η παραγωγή περιορίστηκε στους 19 χιλιάδες τόνους από 22 χιλιάδες, καταγράφοντας μείωση 13,7% και υποχωρώντας κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι εκείνη μιας αγοράς υπό πίεση, όπου η προσφορά περιορίζεται, οι τιμές ανεβαίνουν και οι καταναλωτές αναζητούν νέους τρόπους προσαρμογής. Το κρέας, από καθημερινό αγαθό, μετατρέπεται σταδιακά σε δείκτη κοινωνικής και οικονομικής αντοχής. Και κάπου ανάμεσα σε αυτές τις μεταβολές, το flexitarian πρότυπο αναδεικνύεται όχι μόνο ως επιλογή υγείας ή οικολογικής συνείδησης, αλλά και ως ρεαλιστική απάντηση σε μια εποχή ακρίβειας και μεταβαλλόμενων αξιών.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.