Παρά τη σταθερά αυξανόμενη συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, η πλήρης αξιοποίησή τους παραμένει σύνθετη πρόκληση με τεχνικές, θεσμικές και χρηματοδοτικές διαστάσεις. Τα δεδομένα του 2025 καταδεικνύουν με σαφήνεια τα όρια του σημερινού ενεργειακού μοντέλου και την ανάγκη επιτάχυνσης κρίσιμων μεταρρυθμίσεων.
Σύμφωνα με την ανάλυση του ανεξάρτητου οργανισμού Green Tank, που βασίζεται σε στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, στο διάστημα Ιανουαρίου–Μαΐου 2025 απορρίφθηκαν 975 GWh ενέργειας που είχε παραχθεί από ΑΠΕ, λόγω αδυναμίας απορρόφησής της από το δίκτυο. Ο αριθμός αυτός ξεπερνά ήδη το σύνολο των περικοπών του 2023 (228 GWh) και προσεγγίζει την επίδοση του 2024 (900 GWh), καταδεικνύοντας τη διόγκωση του φαινομένου.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Ιουνίου 2025, όπου από τις 2.507 GWh που παρήχθησαν συνολικά από ΑΠΕ, το 12% –δηλαδή 352 GWh– δεν αξιοποιήθηκε. Η σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους είναι αποκαλυπτική, καθώς τότε οι περικοπές δεν ξεπερνούσαν τις 60 GWh. Μόνο την 1η Ιουνίου, σε διάστημα λίγων ωρών με έντονη ηλιοφάνεια, απορρίφθηκαν 32,7 GWh, κυρίως μεταξύ 10:00 και 15:00. Το ενεργειακό αυτό πλεόνασμα παραμένει ανεκμετάλλευτο λόγω της ασυμμετρίας μεταξύ παραγωγικής δυνατότητας και διαθέσιμων υποδομών.
Η αδυναμία αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας επιδεινώνει τις στρεβλώσεις στην αγορά. Τις ώρες της ημέρας με υψηλή παραγωγή και χαμηλή ζήτηση, οι τιμές ρεύματος καταρρέουν, ενώ τη νύχτα, οπότε το σύστημα καλύπτεται κυρίως από φυσικό αέριο, σημειώνονται ακραίες τιμές. Είναι χαρακτηριστικό πως στις 28 Ιουνίου η μέση ημερήσια τιμή ρεύματος διαμορφώθηκε στα 142,59 ευρώ/MWh, ενώ στις 21:00 το βράδυ εκτοξεύθηκε στα 410,59 ευρώ/MWh, λόγω της συνδυασμένης επίδρασης του καύσωνα και της μειωμένης παραγωγής από ΑΠΕ.
Η εξάρτηση από το εισαγόμενο LNG ενισχύει τη συνολική επιβάρυνση του συστήματος. Η Ελλάδα πληρώνει σημαντικό premium σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες για το υγροποιημένο φυσικό αέριο, ιδιαίτερα σε περιόδους υψηλής ζήτησης, όταν η φθηνότερη ενέργεια των ΑΠΕ δεν μπορεί να αξιοποιηθεί. Η απουσία αποθηκευτικών δυνατοτήτων στερεί τη δυνατότητα εξομάλυνσης των διακυμάνσεων και μεταφοράς ενέργειας από τις ώρες αιχμής στις ώρες ανάγκης.
Η αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος από ΑΠΕ, χωρίς παράλληλη αναβάθμιση των δικτύων και χωρίς επαρκή ανάπτυξη μέσων αποθήκευσης, αναδεικνύεται πλέον ως κρίσιμο ζήτημα. Η κυβέρνηση έχει θέσει σε εφαρμογή πρόγραμμα για έργα αποθήκευσης έως 4,7 GW σε καθεστώς αγοράς (merchant), χωρίς δημόσιες επιδοτήσεις, με στόχο την ενίσχυση της ευελιξίας του ενεργειακού συστήματος. Ωστόσο, η πορεία υλοποίησης των σχετικών επενδύσεων παραμένει αβέβαιη, κυρίως εξαιτίας της απαίτησης για προέγκριση τραπεζικού δανείου χωρίς όρους, όπως προβλέπει η ισχύουσα υπουργική απόφαση. Η απαίτηση αυτή δεν συνάδει με τις τραπεζικές πρακτικές, αφού οι χρηματοδότες δεν δεσμεύονται χωρίς διασφαλίσεις ή εγγυημένα έσοδα.
Σε διεθνές επίπεδο, η αποθήκευση ενέργειας εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς, μετατρεπόμενη σε κρίσιμο πυλώνα της ενεργειακής στρατηγικής. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της BloombergNEF, το 2025 η παγκόσμια εγκατεστημένη αποθηκευτική ισχύς αναμένεται να αυξηθεί κατά 222 GWh, ενώ έως το 2034 προβλέπεται ετήσια προσθήκη νέων έργων ύψους 972 GWh, με την αξία της αγοράς να υπερβαίνει τα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Η δυναμική αυτή αποτυπώνεται ήδη στις ΗΠΑ και την Κίνα, όπου καταγράφεται εκρηκτική ανάπτυξη, αλλά και στην Ευρώπη, όπου μόνο το 2024 εγκαταστάθηκαν περισσότερες από 21 GWh αποθηκευτικής ικανότητας, με τη Γερμανία και την Ισπανία να ηγούνται. Νέες τεχνολογίες, κυρίως μπαταρίες λιθίου τύπου LFP, προσφέρουν καλύτερες επιδόσεις, μεγαλύτερη ασφάλεια και χαμηλότερο κόστος κύκλου ζωής, επιτρέποντας ευρύτερη υιοθέτηση από το δίκτυο και τους καταναλωτές. Στην πράξη, η αποθήκευση παύει να θεωρείται επικουρική – αποτελεί πλέον αναπόσπαστο εργαλείο για την εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης και για τη διασφάλιση της ευστάθειας των συστημάτων υψηλής διείσδυσης ΑΠΕ.
Το παράδοξο είναι ότι, ενώ η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή –με το μερίδιό τους να ξεπερνά το 50% το πρώτο εξάμηνο του 2025–, μεγάλο μέρος αυτής της καθαρής ενέργειας χάνεται. Το φαινόμενο των περικοπών δεν αποτελεί απλώς τεχνικό ζήτημα, αλλά φανερώνει τις αντοχές και τις αδυναμίες ενός συστήματος που δυσκολεύεται να ακολουθήσει τη δυναμική της ενεργειακής μετάβασης. Χωρίς γρήγορη πρόοδο στις επενδύσεις αποθήκευσης και τον εκσυγχρονισμό του δικτύου, οι στόχοι για οικονομική αποδοτικότητα και πράσινη μετάβαση θα παραμένουν ελλιπώς υλοποιημένοι.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.