08 Αυγ 2025
READING

Επιτροπή Ανταγωνισμού -Ιδιωτική υγεία: Ακριβές υπηρεσίες, ρυθμιστικά κενά και ασφαλιστικές στρεβλώσεις

4 MIN READ

Επιτροπή Ανταγωνισμού -Ιδιωτική υγεία: Ακριβές υπηρεσίες, ρυθμιστικά κενά και ασφαλιστικές στρεβλώσεις

Επιτροπή Ανταγωνισμού -Ιδιωτική υγεία: Ακριβές υπηρεσίες, ρυθμιστικά κενά και ασφαλιστικές στρεβλώσεις

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, στην τελική έκθεσή της για την παροχή ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας και των συναφών υπηρεσιών ασφάλισης, αναδεικνύει μια σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα που επηρεάζουν τον ανταγωνισμό στον κλάδο.

Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι ρυθμιστικές ασυμμετρίες που παρατηρούνται στην ανάπτυξη των ιδιωτικών κλινικών, η έλλειψη διαφάνειας στην τιμολόγηση των προσφερόμενων υπηρεσιών, αλλά και η έντονη αύξηση των ασφαλίστρων υγείας την τελευταία περίοδο, εξαιτίας του «τιμαρίθμου υγείας» που χρησιμοποιούνταν έως το φθινόπωρο του 2024.

Η έκθεση σημειώνει ότι, την τελευταία πενταετία, παρατηρείται αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας, την ώρα που το δημόσιο σύστημα συνεχίζει να λειτουργεί υπό πίεση. Οι δημόσιες δαπάνες και επενδύσεις στον τομέα παραμένουν κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, ενώ παράλληλα μειώνεται ο αριθμός των δημόσιων νοσοκομείων. Ένα σημαντικό ποσοστό των συνολικών δαπανών υγείας (35% το 2019 και 34% το 2023) εξακολουθεί να καλύπτεται απευθείας από τα νοικοκυριά, είτε με συμμετοχές στη φαρμακευτική δαπάνη είτε με άμεσες πληρωμές για υπηρεσίες. Η ιδιωτική ασφάλιση συμβάλλει περιορισμένα, καλύπτοντας μόλις το 4,3% της συνολικής δαπάνης.

Παράλληλα, παρατηρείται σημαντική αύξηση στο κόστος των ασφαλιστικών προϊόντων υγείας, η οποία αποδίδεται αφενός στην αυξημένη χρήση υπηρεσιών και αφετέρου στην επίδραση του ΕΔΥ, του δείκτη τιμών που χρησιμοποιούνταν έως πρόσφατα και επηρέασε καθοριστικά τη διαμόρφωση των ασφαλίστρων κατά την περίοδο 2024–2025.

Στον τομέα της ασφάλισης υγείας, παρατηρείται σαφής άνοδος της ζήτησης την τριετία 2021–2023, με ρυθμό αύξησης της τάξης του 10% τη διετία 2023–2024. Την ίδια στιγμή, η έκθεση καταγράφει σημαντική υποχώρηση του αριθμού των μακροχρόνιων συμβολαίων και μετατόπιση προς συμβάσεις μη εγγυημένης ανανεωσιμότητας (συμβόλαια με ετήσια ανανέωση), οι οποίες προσφέρουν μεγαλύτερη ευελιξία στα ασφαλιστικά σχήματα.

Τονίζει, επίσης, ότι η υποχρέωση των ιδιωτικών κλινικών να δημοσιοποιούν τιμοκαταλόγους στις ιστοσελίδες τους συνιστά ένα θετικό βήμα προς την ενίσχυση της διαφάνειας και της πληροφόρησης του καταναλωτή, προτείνοντας τη θεσμική ενίσχυση αυτής της πρακτικής. Παρόλα αυτά, αναδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων στη δυνατότητα σύγκρισης τιμών και στην αποτύπωση της πραγματικής κοστολόγησης των υπηρεσιών, ιδιαίτερα στις συναλλαγές μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και παρόχων υγείας. Η απόκλιση μεταξύ δημοσιευμένων τιμοκαταλόγων και τελικών χρεώσεων καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την επαλήθευση των τιμών και δημιουργεί συνθήκες περιορισμένης διαφάνειας στην αγορά.

Αναφορικά με τη δομή της ιδιωτικής αγοράς υγείας, η έκθεση αναφέρει ότι ο βαθμός συγκέντρωσης κρίνεται μέτριος. Παρά την είσοδο και τις εξαγορές από ξένα επενδυτικά κεφάλαια την τελευταία τετραετία, δεν παρατηρούνται δραματικές αλλαγές στη συγκέντρωση της αγοράς την περίοδο 2019–2022. Ωστόσο, οι κινήσεις εξαγορών στον χώρο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας παραμένουν ενεργές, ιδιαίτερα σε σχέση με τις συνεργασίες των παρόχων με ασφαλιστικές εταιρείες.

Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, αν και δεν απαγορεύει την αύξηση των κλινών, δημιουργεί πρακτικά εμπόδια στην υλοποίησή της, λόγω των διαφορετικών καθεστώτων αδειοδότησης, λειτουργίας και επέκτασης. Η ύπαρξη τριών παράλληλων ρυθμιστικών πλαισίων δημιουργεί στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό, καθώς τίθενται ανομοιογενείς απαιτήσεις ως προς τον εξοπλισμό, το προσωπικό, τη χωροταξία και τον αριθμό κλινών.

Αξιοσημείωτο είναι ότι όλες οι ασφαλιστικές εταιρείες που εξετάστηκαν στην έρευνα συνεργάζονται είτε άμεσα είτε μέσω εταιρειών διαχείρισης με τους μεγαλύτερους νοσοκομειακούς ομίλους της χώρας. Οι τέσσερις μεγαλύτερες εταιρείες προχωρούν σε απευθείας διαπραγματεύσεις με τους παρόχους, ενώ οι περισσότερες συνεργάζονται με μία ή περισσότερες εταιρείες διαχείρισης για τα προσφερόμενα προγράμματα υγείας.

Η Επιτροπή επισημαίνει πως δεν εντοπίζονται θεσμικά ή ουσιαστικά εμπόδια για την είσοδο νέων παικτών στην αγορά της νοσοκομειακής ασφάλισης. Το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο είναι μεν αυστηρό, αλλά εύλογα σχεδιασμένο έτσι, ώστε να διασφαλίζεται η φερεγγυότητα των ασφαλιστικών οργανισμών και η προστασία των καταναλωτών.

Ένα από τα σημαντικά ευρήματα της έρευνας είναι η τάση καθετοποίησης μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και παρόχων υγείας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη συμφωνία εξαγοράς της Εθνικής Ασφαλιστικής από τον όμιλο HHG (CVC) και την πρόσφατη απόκτηση της Ευρωκλινικής από τον όμιλο Generali. Η καθετοποίηση αυτή εγείρει ερωτήματα για την ουδετερότητα της επιλογής παρόχων, καθώς ενδέχεται να οδηγεί τους ασφαλισμένους σε συγκεκριμένα δίκτυα νοσηλείας (φαινόμενα τύπου patient steering και enrollee steering), γεγονός που αποτελεί αντικείμενο εποπτικής αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού.

Κατά την έκθεση, αρκετοί πάροχοι υγείας εκφράζουν προβληματισμό για την ενίσχυση των συνεργειών μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και νοσηλευτικών ομίλων, θεωρώντας ότι ενδέχεται να οδηγήσει σε υπερσυγκέντρωση των ασφαλισμένων σε λίγες δομές, περιορίζοντας την ελευθερία επιλογής και τη λειτουργία του ανταγωνισμού. Πρόκειται για μια δυναμική που, αν και δεν απαγορεύεται θεσμικά, απαιτεί διαρκή εποπτεία στο πλαίσιο της προληπτικής αξιολόγησης συγκεντρώσεων.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.