Η σταθερή άνοδος των θερμοκρασιών και η αυξανόμενη συχνότητα των καυσώνων σε ολόκληρο το βόρειο ημισφαίριο δεν αφήνουν πλέον περιθώρια για εφησυχασμό. Η Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και δεκάδες ακόμη χώρες βιώνουν ολοένα πιο έντονα και παρατεταμένα κύματα θερμότητας, που δεν αποτελούν πλέον μεμονωμένα επεισόδια, αλλά τη νέα κλιματική πραγματικότητα. Το φαινόμενο της θερμικής καταπόνησης δεν αφορά μόνο την ανθρώπινη υγεία ή τα φυσικά οικοσυστήματα, αλλά πλήττει βαθιά και τη λειτουργία των οικονομιών, θέτοντας σε δοκιμασία τις αντοχές του παραγωγικού μοντέλου.
Απόδειξη αυτής της μετατόπισης είναι η πρόβλεψη της Allianz Trade, σύμφωνα με την οποία το 2025 η παγκόσμια οικονομία θα σημειώσει απώλειες της τάξης του 0,6% του ΑΕΠ λόγω των επιπτώσεων από τους καύσωνες. Στην Ευρώπη, οι εκτιμώμενες απώλειες φτάνουν το 0,5%, ενώ σε επιμέρους χώρες το πλήγμα αναμένεται ακόμη βαρύτερο, καθώς η Ισπανία προβλέπεται να υποστεί μείωση του ΑΕΠ κατά 1,4%, η Ιταλία κατά 1,2% και η Ελλάδα κατά 1,1%. Η Γαλλία και η Γερμανία, αν και λιγότερο εκτεθειμένες, δεν μένουν ανεπηρέαστες, με τις αντίστοιχες απώλειες να τοποθετούνται στο 0,3% και 0,1%.
Οι αριθμοί αυτοί δεν αποτελούν θεωρητικά σενάρια, αλλά βασίζονται σε μετρήσιμα δεδομένα για τη σχέση θερμοκρασίας και παραγωγικότητας. Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας έχει υπολογίσει ότι η θερμική καταπόνηση οδηγεί σε απώλεια του 2,2% των παγκόσμιων ωρών εργασίας ετησίως, ισοδύναμων με 80 εκατομμύρια θέσεις πλήρους απασχόλησης. Οι επιπτώσεις αυτές εντείνονται δραματικά όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία, από την στιγμή που στους 32°C η ικανότητα για χειρωνακτική εργασία περιορίζεται κατά 40%, ενώ στους 38°C η μείωση ξεπερνά το 65%.
Το μέγεθος του προβλήματος καταγράφεται ξεκάθαρα σε στοιχεία, όπως αυτά της έκθεσης The Lancet Countdown, όπου μόνο για το 2021, χάθηκαν 470 δισεκατομμύρια ώρες εργασίας λόγω καύσωνα, μια αύξηση της τάξης του 37% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της δεκαετίας του 1990. Πρόκειται για μια τάση που δεν αφορά αποκλειστικά χώρες του παγκόσμιου Νότου, ωστόσο, οι αναπτυσσόμενες οικονομίες υφίστανται τα μεγαλύτερα πλήγματα, κυρίως λόγω περιορισμένης πρόσβασης σε προστασία από τη θερμότητα, υποβαθμισμένων συνθηκών κατοικίας και μεγαλύτερης έκθεσης στον ήλιο. Η διάσταση αυτή καθιστά τον καύσωνα όχι μόνο κλιματικό, αλλά κοινωνικό και αναπτυξιακό πρόβλημα.
Οι καύσωνες δεν αποτελούν έκτακτο φαινόμενο, καθώς εντάσσονται σε μια συστημική κρίση που επιτείνεται από την κλιματική αλλαγή. Το 2024 ήταν το θερμότερο έτος που έχει καταγραφεί ποτέ παγκοσμίως, ενώ ο Μάιος του 2025 κατεγράφη ως ο δεύτερος θερμότερος μήνας όλων των εποχών, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή υπηρεσία Copernicus και το ECMWF. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι τα παρατεταμένα κύματα θερμότητας δεν δείχνουν σημάδια υποχώρησης, αλλά, αντίθετα, διαμορφώνουν μια νέα κανονικότητα που απαιτεί ριζική αναδιάταξη υποδομών, θεσμών και οικονομικών πολιτικών.
Όπως επισημαίνει στέλεχος της Allianz SE, κάθε ημέρα με θερμοκρασίες άνω των 32°C ισοδυναμεί, ως προς τις επιπτώσεις στην παραγωγικότητα, με μισή ημέρα απεργίας. Αυτό που παλαιότερα φαινόταν διαχειρίσιμο, μετατρέπεται σταδιακά σε χρόνιο πρόβλημα. Η συχνότητα τέτοιων ημερών αυξάνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα η οικονομική δραστηριότητα να διαταράσσεται όχι περιστασιακά, αλλά με διάρκεια και επαναληπτικότητα. Αν και ορισμένοι τομείς, όπως η μεταποίηση ή οι υπηρεσίες, μπορεί να ανακάμπτουν σχετικά εύκολα, οι απώλειες στη γεωργία, τις μεταφορές, τα ενεργειακά δίκτυα και τις υποδομές είναι συχνά μη αναστρέψιμες.
Το στοιχείο που διαφοροποιεί τους καύσωνες από άλλες φυσικές καταστροφές είναι η προβλεψιμότητά τους. Αυτό δίνει ένα το μοναδικό πλεονέκτημα, της δυνατότητας έγκαιρης προσαρμογής. Εφόσον υπάρχει επιστημονική προειδοποίηση και διαθέσιμη τεχνογνωσία, κράτη και επιχειρήσεις μπορούν να σχεδιάσουν συστήματα ανθεκτικότητας. Αυτό προϋποθέτει επενδύσεις σε αστικά περιβάλλοντα, συστήματα ψύξης, ενεργειακή απόδοση, δίκτυα υγείας και ρυθμίσεις εργασίας, ώστε να μειωθεί η έκθεση και να περιοριστούν οι απώλειες.
Η επιτακτική ανάγκη για τέτοιου τύπου προσαρμογή διατρέχει κάθε πτυχή της παραγωγικής ζωής. Από τις αγροτικές κοινότητες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της θέρμανσης, μέχρι τα μεγάλα αστικά κέντρα που λειτουργούν ως θερμικά νησιά, η ανθεκτικότητα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά όρος επιβίωσης. Οι επιχειρήσεις καλούνται να επανεξετάσουν τη διαχείριση των εργαζομένων, τις ώρες αιχμής λειτουργίας, τις εγκαταστάσεις τους και την εξάρτησή τους από ενεργοβόρες υποδομές. Η δημόσια διοίκηση οφείλει να ενσωματώσει το φαινόμενο στην πολιτική προστασία, στην ενεργειακή πολιτική και στη χάραξη σχεδίων βιώσιμης ανάπτυξης.
Το στοίχημα είναι να περάσει η συζήτηση από τη φάση της διαχείρισης των επιπτώσεων στη φάση της διαρθρωτικής πρόληψης. Η κλιματική αλλαγή δεν είναι μελλοντικό ενδεχόμενο, αλλά είναι παρούσα, διαμορφώνει ήδη τα δεδομένα και απαιτεί προσαρμογή σε όλα τα επίπεδα. Η ανθεκτικότητα, ατομική και συλλογική, θεσμική και οικονομική, πρέπει να μετατραπεί σε κεντρική πολιτική επιλογή. Διότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα μπορεί να είναι προβλέψιμα, οι επιπτώσεις τους όμως όχι.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.