Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί ένα από τα πολυσυζητημένα θέματα των τελευταίων δεκαετιών. Οι κοινωνίες που παλαιότερα ανησυχούσαν για την αύξηση των γεννήσεων, σήμερα βρίσκονται αντιμέτωπες με το ακριβώς αντίθετο φαινόμενο, δηλαδή λιγότερα παιδιά, περισσότερη μακροζωία και σημαντική αύξηση του αριθμού των ανθρώπων άνω των 65 ετών.
Αυτή η σταδιακή μετατόπιση της ηλικιακής πυραμίδας έχει οδηγήσει πολλούς στο να βλέπουν τη γήρανση ως έναν από τους βασικούς κινδύνους για την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα. Στην πραγματικότητα, όμως, το ερώτημα δεν είναι αν η γήρανση συνιστά πρόβλημα, αλλά πώς ερμηνεύουμε τα δεδομένα που τη συνοδεύουν.
Σήμερα, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, περισσότεροι από 830 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο είναι ηλικίας 65 ετών και άνω, ενώ μέχρι το 2050 αναμένεται ο αριθμός αυτός να διπλασιαστεί. Το παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί σταθερά, από τα 62 χρόνια το 1970, φτάνει πλέον τα 73,3 και αναμένεται να συνεχίσει την ανοδική του πορεία. Στις ανεπτυγμένες χώρες, η μέση ζωή προσεγγίζει ή και ξεπερνά τα 82 έτη. Ταυτόχρονα, όμως, έχει αλλάξει και η ποιότητα αυτών των ετών. Η τρίτη ηλικία δεν χαρακτηρίζεται πλέον τόσο από αδυναμία και εξάρτηση, όσο από ενεργή παρουσία, καλύτερη υγεία, τεχνολογική εξοικείωση και μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική συμμετοχή.
Αυτός ο μετασχηματισμός της εμπειρίας της γήρανσης οδηγεί πολλούς αναλυτές να επανεξετάσουν την κυρίαρχη αφήγηση. Σύμφωνα με έκθεση της Goldman Sachs, η γήρανση του πληθυσμού δεν είναι απαραίτητα ένα αρνητικό φαινόμενο. Όπως σημειώνεται, από το 2000 και μετά, η διάρκεια της ενεργούς εργασιακής ζωής στις ανεπτυγμένες οικονομίες έχει αυξηθεί κατά περίπου 12%. Χωρίς μεγάλες θεσμικές μεταβολές στα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης, ο χρόνος που αφιερώνεται στη συμμετοχή στην αγορά εργασίας αυξήθηκε σταδιακά, αποτελώντας μια ένδειξη ότι οι κοινωνίες προσαρμόζονται από μόνες τους στις νέες συνθήκες ζωής. Αν κάποτε η αποχώρηση από την εργασία στα 60 θεωρούνταν δεδομένη, σήμερα υπάρχει μια διαφορετική εικόνα, καθώς πολλοί συνεχίζουν να εργάζονται είτε από επιλογή είτε από ανάγκη, και μπορούν να το κάνουν σε αξιοπρεπές επίπεδο υγείας και λειτουργικότητας.
Πρόσφατες μελέτες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δείχνουν πως ένας 70χρονος σήμερα έχει παρόμοια γνωστική ικανότητα και φυσική κατάσταση με έναν άνθρωπο 15-20 χρόνια νεότερο στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η ιατρική πρόοδος, η πρόληψη, η διατροφή και η κοινωνική ενσωμάτωση φαίνεται να αποδίδουν. Αντιστρόφως, ο δείκτης εξάρτησης – δηλαδή ο λόγος του μη εργαζόμενου προς τον εργαζόμενο πληθυσμό – δεν έχει επιδεινωθεί όσο είχε προβλεφθεί. Παρά τη μείωση των ποσοστών γεννήσεων, η συνολική συμμετοχή στην οικονομική δραστηριότητα παραμένει υψηλή, κυρίως λόγω της αύξησης της απασχόλησης σε ηλικίες άνω των 60.
Ο δημόσιος διάλογος, ωστόσο, σπάνια εστιάζει σε αυτές τις μετατοπίσεις. Η ανησυχία για τη «συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού» παραμένει ισχυρή, όπως και η αγωνία για την πίεση στα συνταξιοδοτικά και υγειονομικά συστήματα. Αυτές οι ανησυχίες δεν είναι αβάσιμες. Δεν λαμβάνουν υπόψη, όμως, τις αλλαγές που έχουν ήδη συντελεστεί στην κοινωνική συμπεριφορά, αλλά και τις τεχνολογικές δυνατότητες που μειώνουν το βάρος της ηλικίας στον εργασιακό χώρο. Από την τηλεργασία μέχρι την αυτοματοποίηση, ο τρόπος με τον οποίο παράγεται η εργασία έχει ήδη μεταβληθεί, επιτρέποντας την παράταση της επαγγελματικής δραστηριότητας χωρίς εξουθενωτικές απαιτήσεις.
Στο ίδιο πλαίσιο, η έννοια της «παραγωγικότητας» αξίζει επαναπροσδιορισμό. Η συμβολή ενός ανθρώπου στην κοινωνία δεν περιορίζεται μόνο σε ώρες αμειβόμενης εργασίας. Πολλοί ηλικιωμένοι προσφέρουν άτυπη φροντίδα, εθελοντική εργασία ή οικογενειακή υποστήριξη, που δεν καταγράφονται στα ΑΕΠ, αλλά είναι κρίσιμες για τη συνοχή των κοινωνιών. Με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των αναπτυγμένων οικονομιών στηρίζεται στην εγχώρια κατανάλωση, ο αυξανόμενος πληθυσμός άνω των 65 διαδραματίζει κεντρικό ρόλο και σε αυτό το επίπεδο. Οι ηλικιωμένοι δεν είναι παθητικοί αποδέκτες πολιτικών, είναι πολίτες, καταναλωτές και συχνά οικονομικά αυτόνομοι για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν τις προκλήσεις που δημιουργεί η γήρανση του πληθυσμού. Ορισμένες χώρες, ιδιαίτερα εκείνες που βασίζονται σε συστήματα καθολικής σύνταξης και υγειονομικής κάλυψης, θα χρειαστεί να επανεξετάσουν τη βιωσιμότητα των δομών τους. Οι αυξημένες ανάγκες φροντίδας και περίθαλψης δεν μπορούν να αγνοηθούν, όπως και οι ανισότητες που ενδέχεται να διευρυνθούν σε ηλικιακή βάση. Ωστόσο, η καθολική εικόνα είναι πιο σύνθετη από μια απλή εξίσωση «λιγότεροι νέοι = πρόβλημα». Αντί να εγκλωβιζόμαστε σε γενικές και ξεπερασμένες προβλέψεις, είναι χρήσιμο να δούμε τη γήρανση ως ένα φαινόμενο με ανοικτά ενδεχόμενα και μεταβλητές.
Η προσαρμογή είναι ήδη σε εξέλιξη. Οι άνθρωποι ζουν περισσότερο και, το σημαντικότερο, διαφορετικά. Αυτό που καλείται να κάνει η πολιτική είναι να αναγνωρίσει αυτή τη μετάβαση και να σχεδιάσει με βάση τη διάρκεια ζωής όπως είναι σήμερα και όχι όπως ήταν πριν από πενήντα χρόνια. Όσο πιο καλά κατανοήσουμε τι πραγματικά σημαίνει να γερνάς το 2025, τόσο καλύτερα μπορούμε να διαχειριστούμε τις επιπτώσεις του φαινομένου.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.