Η αποθήκευση ενέργειας στην Ελλάδα μπαίνει σε μια φάση όπου υψηλές φιλοδοξίες και σύνθετες προκλήσεις πορεύονται παράλληλα. Η ανάγκη για μεγαλύτερη ευελιξία στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής είναι πλέον αδιαμφισβήτητη, ιδιαίτερα καθώς η διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) αυξάνεται και η παραγωγή τους παραμένει ευμετάβλητη. Χωρίς ισχυρές υποδομές αποθήκευσης, η χώρα δεν μπορεί να αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό των ΑΠΕ, με αποτέλεσμα απώλειες παραγόμενης ενέργειας, αδυναμία σταθεροποίησης του δικτύου και εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα σε περιόδους αιχμής.
Παρά την τεχνολογική πρόοδο και τη μείωση του κόστους εξοπλισμού, η ελληνική αγορά αποθήκευσης δεν αναπτύσσεται με τον ρυθμό που θα απαιτούσαν οι στόχοι του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Η Aurora Energy Research εκτιμά ότι έως το 2030 η εγκατεστημένη ισχύς αποθήκευσης θα φθάσει περίπου στα 3,8 GW, χαμηλότερα από τον επίσημο στόχο των 4,3 GW. Η απόκλιση αυτή δεν είναι μόνο αριθμητική, αλλά αποτελεί ένδειξη ότι τα θεσμικά, διοικητικά και χρηματοδοτικά εμπόδια εξακολουθούν να λειτουργούν ως φρένο σε μια αγορά που θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στην ενεργειακή μετάβαση.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό, συγκεντρώνεται στα πρώτα έργα, εκεί όπου η περιορισμένη διαθεσιμότητα και η υψηλή ζήτηση για υπηρεσίες αποθήκευσης δημιουργούν τις συνθήκες για υψηλές αποδόσεις. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι τα πρώτα 1 GW εγκατεστημένης ισχύος μπορούν να αποφέρουν εντυπωσιακές χρηματοροές, ενώ η συνεχιζόμενη πτώση του κόστους των μπαταριών καθιστά ελκυστικές και τις εγκαταστάσεις μέχρι τα 3 GW, με δυνατότητα για διψήφια ποσοστά απόδοσης (iRR). Ωστόσο, πέρα από αυτό το όριο, η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη. Η κερδοφορία μειώνεται, το ρίσκο αυξάνεται και οι επενδυτές εμφανίζονται πιο διστακτικοί.
Στην καρδιά των δυσκολιών βρίσκονται τρεις παράγοντες. Πρώτος και πιο διαχρονικός, η αδειοδοτική διαδικασία. Οι καθυστερήσεις στις εγκρίσεις, η πολυπλοκότητα των φακέλων και οι διαφορετικές απαιτήσεις ανά αρμόδια υπηρεσία συνθέτουν ένα περιβάλλον όπου ακόμη και ώριμα έργα μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να ξεκινήσουν. Δεύτερον, το κανονιστικό πλαίσιο για τη συμμετοχή των συστημάτων αποθήκευσης στις χονδρεμπορικές αγορές ενέργειας εξακολουθεί να μην παρέχει την απαραίτητη σαφήνεια. Παρά τις συζητήσεις που διεξάγονται για την αγορά εξισορρόπησης, οι κανόνες και οι μηχανισμοί που θα επέτρεπαν την προβλεψιμότητα εσόδων παραμένουν ασαφείς, δημιουργώντας ανασφάλεια, ιδίως για διεθνείς επενδυτές που συγκρίνουν την Ελλάδα με πιο ώριμες αγορές. Τρίτος, και εξίσου σημαντικός παράγοντας, είναι η στάση του τραπεζικού συστήματος. Τα έργα που βασίζονται αποκλειστικά στα έσοδα της αγοράς, τα λεγόμενα merchant projects, θεωρούνται υψηλού ρίσκου, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να ζητούν αυστηρούς όρους δανειοδότησης και πρόσθετες εξασφαλίσεις, όπως συμβόλαια πώλησης ενέργειας από φωτοβολταϊκά με σταθερές τιμές. Αυτό αποκλείει από την αγορά πολλούς επενδυτές που δεν μπορούν, ή δεν θέλουν, να αναλάβουν τέτοιο βάρος.
Η ανάπτυξη του κλάδου αναμένεται να στηριχθεί σε τρεις βασικούς διαγωνισμούς επενδυτικής και λειτουργικής ενίσχυσης, καθώς και σε προγράμματα όπως το «Μπαταρίες στις επιχειρήσεις» και το «Απόλλων». Παράλληλα, η πρόσκληση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για προτεραιότητα στην αδειοδότηση έργων συνολικής ισχύος 4,7 GW δίνει την εντύπωση ότι η χώρα μπορεί να υπερβεί τον στόχο του ΕΣΕΚ. Ωστόσο, η απουσία συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος, σε συνδυασμό με τον κίνδυνο ενεργοποίησης εγγυητικών επιστολών πριν ολοκληρωθεί η αδειοδότηση, ενδέχεται να οδηγήσει αρκετούς ενδιαφερόμενους σε απόσυρση.
Αν οι προβλέψεις της Aurora επαληθευτούν, η Ελλάδα θα μπει στη νέα δεκαετία με περίπου 3,8 GW αποθηκευτικής ισχύος. Αν και αυτή η επίδοση θα συνιστά πρόοδο σε σχέση με το σημερινό επίπεδο, θα παραμένει κατώτερη των δυνατοτήτων της χώρας. Το ανεκμετάλλευτο δυναμικό μεταφράζεται όχι μόνο σε χαμένες επενδυτικές ευκαιρίες, αλλά και σε μειωμένη ικανότητα σταθεροποίησης του δικτύου, σε περιορισμένη απορρόφηση της πράσινης παραγωγής και σε μεγαλύτερη εξάρτηση από εισαγόμενη ενέργεια.
Η επόμενη πενταετία θα είναι καθοριστική. Αν οι θεσμικές εκκρεμότητες κλείσουν, οι διαδικασίες απλοποιηθούν και οι χρηματοδοτικές συνθήκες γίνουν πιο ευνοϊκές, η ελληνική αγορά αποθήκευσης μπορεί να προσελκύσει ισχυρότερο επενδυτικό ενδιαφέρον και να κινηθεί σε τροχιά υπέρβασης των σημερινών προβλέψεων. Αν όχι, το 2030 η χώρα θα έχει κάνει μεν βήματα, αλλά όχι το άλμα που απαιτεί η ενεργειακή μετάβαση.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.