Η ελληνική αγορά τηλεπικοινωνιών βρίσκεται σε κομβικό σημείο, καθώς η είσοδος νέων παικτών ανατρέπει τις ισορροπίες που είχαν παγιωθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Για χρόνια, οι μεγάλοι πάροχοι στήριζαν την ανάπτυξή τους σε σύνθετα πακέτα, που συνδύαζαν σταθερή τηλεφωνία, κινητή, ευρυζωνικές συνδέσεις και συνδρομητικές τηλεοπτικές υπηρεσίες, δημιουργώντας ένα μοντέλο που βασιζόταν στην ολοκληρωμένη εμπειρία και στην προσφορά «όλων σε ένα». Σήμερα, ωστόσο, αναδύεται μια διαφορετική προσέγγιση. Οι νεοεισερχόμενες εταιρείες επιλέγουν να εστιάσουν αποκλειστικά στην παροχή γρήγορου και οικονομικού διαδικτύου, παρακάμπτοντας τις πρόσθετες υπηρεσίες που φαίνεται να έχουν χάσει τη βαρύτητά τους για ένα σημαντικό κομμάτι του κοινού.
Η στρατηγική αυτή βρίσκει έδαφος σε καταναλωτές που αναζητούν απλότητα, διαφάνεια στις χρεώσεις και χαμηλότερο κόστος, δίνοντας προτεραιότητα στην ταχύτητα και στην αξιοπιστία της σύνδεσης. Η σταθερή τηλεφωνία χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο, ενώ η ψυχαγωγία μεταφέρεται σε διεθνείς πλατφόρμες streaming, γεγονός που μειώνει την ανάγκη για παραδοσιακά τηλεοπτικά πακέτα. Έτσι, το μοντέλο του internet only αναδεικνύεται στο ισχυρότερο ανταγωνιστικό χαρτί των νέων παικτών, καθώς απαντά στην κεντρική ζήτηση της εποχής, δηλαδή στην πρόσβαση σε υψηλές ταχύτητες με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.
Η μετατόπιση αυτή δεν είναι μόνο εμπορική επιλογή, αλλά συνιστά βαθύτερη αλλαγή φιλοσοφίας στην αγορά. Σηματοδοτεί το πέρασμα από την εποχή των πολυσύνθετων υπηρεσιών, σε ένα περιβάλλον όπου η καθαρή, απλή και οικονομικά προσιτή συνδεσιμότητα τίθεται στο επίκεντρο. Σε αυτό το νέο τοπίο, η ΔΕΗ, η Starlink και η Inalan επιχειρούν να κεφαλαιοποιήσουν τις νέες συνθήκες, προβάλλοντας εναλλακτικά μοντέλα που απευθύνονται σε διαφορετικά κοινά, αλλά έχουν κοινό παρονομαστή την προσφορά υψηλών ταχυτήτων σε ανταγωνιστικές τιμές. Το πλεονέκτημά τους είναι ότι δεν κουβαλούν τα υψηλά λειτουργικά κόστη των παραδοσιακών ομίλων και μπορούν να εκμεταλλευτούν καινοτόμες τεχνολογίες, όπως οι δορυφορικές συνδέσεις ή η ανάπτυξη οπτικών ινών σε συνδυασμό με τα υφιστάμενα ενεργειακά δίκτυα. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώνουν να μειώνουν τα έξοδα και να διαθέτουν προϊόντα που απαντούν στις βασικές ανάγκες του καταναλωτή. Φέρνει στο προσκήνιο την καθαρή και άμεση πρόσβαση στο ίντερνετ ως πρωταρχικό ζητούμενο και ωθεί σε δεύτερο πλάνο τις πολυεπίπεδες υπηρεσίες που για χρόνια κυριαρχούσαν στην ελληνική αγορά τηλεπικοινωνιών.
Η ΔΕΗ είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της νέας στρατηγικής. Η είσοδός της στη λιανική τηλεπικοινωνιών προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον, καθώς σε μόλις σαράντα ημέρες κατέγραψε πάνω από 4.000 αιτήσεις σύνδεσης. Η εταιρεία έχει ήδη επενδύσει περισσότερα από 250 εκατομμύρια ευρώ και σχεδιάζει να διαθέσει έως και 700 εκατομμύρια τα επόμενα χρόνια. Το δίκτυο οπτικών ινών που αναπτύσσει αριθμεί ήδη 1,3 εκατομμύρια γραμμές και αναμένεται να φτάσει το 1,5 εκατομμύριο ως το τέλος του 2025. Το πλεονέκτημά της βρίσκεται στο χαμηλό κόστος ανάπτυξης, καθώς ενσωματώνει τις νέες γραμμές στο υφιστάμενο ενεργειακό δίκτυο μειώνοντας τα έξοδα σχεδόν κατά 40%. Παράλληλα, διαθέτει ένα εκτεταμένο δίκτυο πωλήσεων που ενισχύθηκε καθοριστικά με την εξαγορά της Κωτσόβολος, γεγονός που της επιτρέπει να προσεγγίζει τους πελάτες με τρόπο που λίγοι ανταγωνιστές μπορούν να επιτύχουν. Η ΔΕΗ εμφανίζεται αποφασισμένη να κερδίσει σταθερό έρεισμα στην αγορά, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την ταχύτητα με την οποία αναπτύσσει τις νέες υπηρεσίες της.
Η Starlink, από την πλευρά της, προσφέρει μια εναλλακτική που αλλάζει τα δεδομένα στην πρόσβαση στο διαδίκτυο. Απευθύνεται κυρίως σε περιοχές όπου η οπτική ίνα δεν έχει φτάσει ακόμη και καλύπτει τις ανάγκες με δορυφορική σύνδεση. Υπολογίζεται ότι οι συνδρομητές της στην Ελλάδα κυμαίνονται μεταξύ τριάντα και σαράντα πέντε χιλιάδων. Η συνεργασία της με την Κωτσόβολος έδωσε ώθηση στη διανομή των υπηρεσιών της, ενώ πρόσφατα προχώρησε σε μείωση τιμών και διάθεση νέων προγραμμάτων. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκει να διευρύνει την πελατειακή της βάση και να ενισχύσει την παρουσία της. Η επιτυχία της Starlink ανάγκασε τους παραδοσιακούς παρόχους να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στην τεχνολογία σταθερής ασύρματης πρόσβασης, γνωστή ως FWA, η οποία μέχρι σήμερα είχε περιορισμένη ανάπτυξη στη χώρα.
Στην αγορά δραστηριοποιείται και η Inalan, η οποία αποτέλεσε τον πρώτο παίκτη που εισήγαγε internet only υπηρεσίες με υψηλές ταχύτητες μέσω οπτικών ινών. Στο τέλος του 2024 κάλυπτε περισσότερα από εξακόσιες χιλιάδες νοικοκυριά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και είχε καταγράψει αύξηση τζίρου κατά 44%. Το σχέδιό της προβλέπει επέκταση σε 1,5 εκατομμύριο συνδέσεις τα επόμενα χρόνια, στοιχείο που δείχνει ότι το περιθώριο ανάπτυξης για νέες εταιρείες παραμένει σημαντικό.
Απέναντι σε αυτή την εικόνα οι παραδοσιακοί πάροχοι δεν μένουν αδρανείς. Η Cosmote επενδύει στην ανάπτυξη δικτύων οπτικών ινών και στο 5G Stand Alone, δίνοντας παράλληλα βάρος στην προσφορά ολοκληρωμένων πακέτων. Στα τέλη του 2024 τα πακέτα τετραπλών υπηρεσιών ξεπέρασαν τις τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες, σχεδόν διπλάσια από δύο χρόνια πριν, ενώ οι συνδρομητές τηλεόρασης αυξήθηκαν σε περίπου 1,3 εκατομμύρια. Το μέσο έσοδο ανά χρήστη έχει επίσης ανέβει, στοιχείο που δείχνει ότι η στρατηγική των συνδυαστικών προγραμμάτων αποδίδει.
Η Nova και η Vodafone ακολουθούν ανάλογη κατεύθυνση. Επενδύουν δυναμικά σε δίκτυα νέας γενιάς και στην τεχνολογία FWA για να καλύψουν περιοχές που δεν έχουν πρόσβαση σε οπτική ίνα. Παράλληλα, ενισχύουν τη συνδρομητική τηλεόραση, με την ανταλλαγή αθλητικού περιεχομένου να έχει προσφέρει επιπλέον ώθηση. Η Vodafone σχεδιάζει επενδύσεις ενός δισεκατομμυρίου ευρώ με στόχο να αναβαθμίσει τις υποδομές της, αλλά και να εκσυγχρονίσει τα καταστήματά της, δίνοντας έμφαση σε ευρύτερες τεχνολογικές λύσεις.
Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν το ελληνικό κοινό θα στραφεί μαζικά στο φθηνό και γρήγορο ίντερνετ χωρίς πρόσθετες υπηρεσίες ή αν θα παραμείνει πιστό στα συνδυαστικά πακέτα που συγκεντρώνουν σε έναν λογαριασμό όλες τις ανάγκες. Από τη μία πλευρά, η στρατηγική των νέων παικτών υπόσχεται χαμηλότερο κόστος και υψηλές ταχύτητες. Από την άλλη, οι παραδοσιακοί όμιλοι προσφέρουν ολοκληρωμένη εμπειρία και τεχνική υποστήριξη με πανελλαδική κάλυψη. Η πορεία που θα ακολουθήσει η αγορά θα καθορίσει όχι μόνο τα μερίδια των εταιρειών, αλλά και το ίδιο το προφίλ των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.