Η Βόρεια Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μία από τις πιο έντονες και μακράς διάρκειας ξηρασίες των τελευταίων δεκαετιών, προκαλώντας σοβαρές ανησυχίες για τις επιπτώσεις στη γεωργική παραγωγή, την επισιτιστική επάρκεια, τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και τη συνολική βιωσιμότητα των αγροτικών περιοχών.
Σε χώρες όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Βρετανία και η Γερμανία, οι βροχοπτώσεις την άνοιξη ήταν πολύ χαμηλότερες από τα συνηθισμένα επίπεδα, οδηγώντας σε ξηρά, αφυδατωμένα εδάφη και πρόωρη ενεργοποίηση των αρδευτικών συστημάτων. Οι αγρότες βλέπουν τα εδάφη τους να υποβαθμίζονται, ενώ οι αρδευτικές υποδομές αποδεικνύονται ανεπαρκείς μπροστά στις αυξανόμενες ανάγκες. Μάλιστα, η γεωργική ομοσπονδία της Σουηδίας εκφράζει ανησυχίες για τη βιωσιμότητα της φετινής παραγωγής και καλεί τα μέλη της να αναθεωρήσουν εκ βάθρων τη στρατηγική υδατικής διαχείρισης.
Η εικόνα αυτή δεν αποτελεί απλώς ένα ακόμα επεισόδιο ακραίου καιρού. Υποδηλώνει τη μετατόπιση των κλιματικών μοτίβων στην Ευρώπη. Ενώ ο βορράς στεγνώνει, ο νότος καταγράφει υπερβολικές βροχοπτώσεις, καθώς η Ισπανία και η Πορτογαλία είχαν σχεδόν το διπλάσιο υετό από το κανονικό. Αυτή η ασύμμετρη κλιματική διαταραχή αποσταθεροποιεί το γεωργικό ημερολόγιο και θέτει υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα των παραδοσιακών καλλιεργειών σε πολλές περιοχές.
Αυτές οι καιρικές ανισορροπίες μπορεί να εμφανίζονται παροδικές, αλλά παρατηρούνται όλο και πιο συχνά τόσο στον βορρά όσο και στο νότο της Ευρώπης. Η πίεση αυτή οδηγεί τους αγρότες σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ανησυχία και σε σκέψεις που αφορούν την αναθεώρηση των καλλιεργητικών τους επιλογών. Καλλιέργειες υψηλών απαιτήσεων σε νερό, όπως το ρύζι, το βαμβάκι και το καλαμπόκι, εγκαταλείπονται σταδιακά ή περιορίζονται σε έκταση. Στη θέση τους προωθούνται ξηροθερμικά είδη που είναι πιο ανθεκτικά σε παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας και υψηλές θερμοκρασίες. Στην Ελλάδα, παρατηρείται σημαντική μετατόπιση σε καλλιέργειες όπως η ελιά, τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά (ρίγανη, λεβάντα, μελισσόχορτο), οι ξηροί καρποί, τα ρεβίθια και τα σταφύλια για αποξήρανση ή οινοπαραγωγή.
Η υιοθέτηση αυτών των καλλιεργειών συνδυάζεται με αυξημένο ενδιαφέρον για τεχνολογικές λύσεις. Πολλοί παραγωγοί επενδύουν σε στάγδην άρδευση, αισθητήρες εδάφους, δορυφορική παρακολούθηση καλλιεργειών και λογισμικά ευφυούς γεωργίας. Η τεχνολογία δεν λειτουργεί μόνο ως μέσο εξοικονόμησης νερού, αλλά και ως εργαλείο για την επίτευξη μεγαλύτερης ακρίβειας και παραγωγικότητας σε συνθήκες αβεβαιότητας.
Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές έχουν βαθύτερες οικονομικές συνέπειες. Η μείωση της παραγωγής βασικών αγαθών όπως τα σιτηρά, οι ζωοτροφές και τα κτηνοτροφικά φυτά συνεπάγεται αύξηση των εισαγωγών. Αυτό, όχι μόνο επιβαρύνει το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, αλλά καθιστά την εθνική οικονομία πιο ευάλωτη σε διεθνείς κρίσεις, διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και γεωπολιτικές εντάσεις. Αντίστοιχα, η προώθηση εξαγώγιμων, υψηλής αξίας προϊόντων μπορεί να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας. Το ελαιόλαδο, τα βιολογικά βότανα, τα αποξηραμένα φρούτα και τα παραδοσιακά προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ διαθέτουν σημαντικό δυναμικό στις διεθνείς αγορές.
Παράλληλα, η εσωτερική αγορά μεταβάλλεται. Οι αλλαγές στη διαθεσιμότητα πρώτων υλών επηρεάζουν τη λειτουργία των μεταποιητικών επιχειρήσεων. Πολλές εταιρείες τροφίμων, ποτών ή ζωοτροφών ενδέχεται να χρειαστούν νέο σχεδιασμό παραγωγής. Οι καταναλωτές μπορεί να δουν αυξήσεις στις τιμές ή αλλαγές στη σύνθεση των προϊόντων που καταναλώνουν. Ειδικά σε ευπαθή κοινωνικά στρώματα, αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε προβλήματα πρόσβασης σε ποιοτική διατροφή.
Η μετάβαση σε μια πιο ανθεκτική γεωργία απαιτεί οργανωμένο σχεδιασμό και υποστήριξη. Οι μικροί παραγωγοί αντιμετωπίζουν δυσανάλογα μεγάλο βάρος, καθώς συχνά στερούνται πρόσβασης σε κεφάλαιο, τεχνογνωσία και υποδομές. Είναι κρίσιμο το κράτος να επενδύσει στην κατάρτιση, στην ενίσχυση συλλογικών σχημάτων παραγωγής, στη βελτίωση των αρδευτικών δικτύων και στη χρηματοδότηση προγραμμάτων καινοτομίας. Το Ταμείο Ανάκαμψης, η Κοινή Αγροτική Πολιτική και τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες, εφόσον κατευθυνθούν στρατηγικά.
Τέλος, πρέπει να αλλάξει και η πολιτισμική αντίληψη για τη γεωργία. Δεν πρόκειται πλέον για έναν τομέα που εξαρτάται από τη ρουτίνα και τις παραδόσεις. Όλο και περισσότεροι νέοι εξειδικεύονται στις γεωργικές και κτηνοτροφικές πρακτικές, αποκτούν ανάλογα πτυχία και δεξιότητες και δεν θυμίζουν σε τίποτα τον αγρότη των προηγούμενων χρόνων. Ο αγρότης του 21ου αιώνα πρέπει να είναι ταυτόχρονα παραγωγός, διαχειριστής φυσικών πόρων, χρήστης τεχνολογίας και επιχειρηματίας. Η επιβίωση του αγροτικού κόσμου περνά μέσα από την αναγνώριση αυτής της πολυπλοκότητας τόσο από τους ίδιους τους παραγωγούς όσο και από τους κρατικούς φορείς.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.