Το 2024 υπήρξε ένα έτος προκλήσεων και αντιφάσεων για τον κλάδο της ένδυσης και της κλωστοϋφαντουργίας στην Ευρώπη. Παρά τα ενθαρρυντικά σημάδια στα τέλη του έτους, η συνολική εικόνα παραμένει αρνητική, με την παραγωγή, τις εξαγωγές και την απασχόληση να υποχωρούν, αντικατοπτρίζοντας ένα περιβάλλον διαρκούς αβεβαιότητας και μεταβαλλόμενων συνθηκών στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία.
Η ήπια ανάκαμψη στο τελευταίο τρίμηνο του έτους, με αύξηση της παραγωγής ενδυμάτων κατά 6,3% και του κύκλου εργασιών κατά 2,7%, δεν στάθηκε αρκετή για να αναστρέψει τη συνολική πτωτική πορεία της χρονιάς. Η ετήσια εικόνα κατέγραψε μείωση 6% στην παραγωγή ένδυσης και 5% στην κλωστοϋφαντουργία, ενώ τα έσοδα των επιχειρήσεων στους δύο τομείς μειώθηκαν κατά 3,9% και 5,5% αντίστοιχα.
Η στασιμότητα στην ευρωπαϊκή ζήτηση, εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων και της αβεβαιότητας για την οικονομική πορεία της ηπείρου, σε συνδυασμό με τη μείωση των εξαγωγών προς τρίτες χώρες, αποτυπώθηκαν σχεδόν σε κάθε δείκτη του κλάδου. Οι εξαγωγές ενδυμάτων μειώθηκαν κατά 1,9% και των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων κατά 3,2%, συνεχίζοντας τη φθίνουσα πορεία για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Η μικρή αύξηση των εισαγωγών, 1,4% στην ένδυση και 1,5% στην κλωστοϋφαντουργία, φανερώνει τη συνεχιζόμενη εξάρτηση της ευρωπαϊκής αγοράς από φθηνά εισαγόμενα προϊόντα, κυρίως από την Ασία, τα οποία συχνά ανταγωνίζονται τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις όχι μόνο στην τιμή, αλλά και στον χρόνο παράδοσης και στην ευελιξία παραγωγής.
Παράλληλα, η απασχόληση στον κλάδο υπέστη περαιτέρω πιέσεις. Ο αριθμός των εργαζομένων στην ένδυση μειώθηκε κατά 5% και στην κλωστοϋφαντουργία κατά 4,1%. Οι επιχειρήσεις κλήθηκαν να λειτουργήσουν με μειωμένο προσωπικό και αυξημένες υποχρεώσεις, σε ένα περιβάλλον όπου οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες, η άνοδος του ηλεκτρονικού εμπορίου και οι απαιτήσεις βιωσιμότητας μετασχηματίζουν ριζικά το επιχειρηματικό μοντέλο. Το κόστος παραγωγής συνέχισε να επιβαρύνει ιδιαίτερα τις μικρότερες μονάδες. Στην ένδυση, αυξήθηκε κατά 2,2%, ενώ στην κλωστοϋφαντουργία υπήρξε οριακή μείωση 0,3%, κυρίως λόγω προσαρμογών στην εφοδιαστική αλυσίδα και στη χρήση ενδιάμεσων πρώτων υλών. Ωστόσο, η ενίσχυση του κόστους ενέργειας, των μισθολογικών δαπανών και των πρώτων υλών σε πολλά κράτη-μέλη καθιστά δύσκολη τη βιώσιμη λειτουργία για πολλές επιχειρήσεις.
Μέσα σε αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο, η Ελλάδα παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα. Αν και μικρότερη σε μέγεθος και δυναμική από χώρες με βιομηχανική παράδοση στην ένδυση, όπως η Ιταλία ή η Γαλλία, κατάφερε να επιδείξει σχετική ανθεκτικότητα, ιδίως στον εξαγωγικό της προσανατολισμό. Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΠΕΕ, οι συνολικές ελληνικές εξαγωγές ένδυσης και κλωστοϋφαντουργίας διαμορφώθηκαν κοντά στα 1,7 δισ. ευρώ για το 2024, με τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τα Βαλκάνια να παραμένουν βασικές αγορές. Η παραγωγή, ιδιαίτερα στον κλάδο του πλεκτού και του έτοιμου ενδύματος, διατηρεί μια αξιοσημείωτη ποιότητα, που αναγνωρίζεται από διεθνείς αγοραστές. Παρότι αρκετές επιχειρήσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, κόστους και εξειδικευμένου προσωπικού, η εξωστρέφεια λειτουργεί συχνά ως σωσίβιο και ως βασική στρατηγική επιβίωσης.
Οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του κλάδου, βρίσκονται ταυτόχρονα μπροστά σε μια πρόκληση και μια ευκαιρία. Από τη μία, καλούνται να υιοθετήσουν νέες τεχνολογίες, να επενδύσουν σε ψηφιακά μέσα παραγωγής, βιώσιμες πρώτες ύλες και σύγχρονες μεθόδους διανομής. Από την άλλη, αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια, όπως υψηλό ενεργειακό κόστος, φορολογική πίεση, δυσκολία πρόσβασης στη χρηματοδότηση και περιορισμένη συμμετοχή σε ερευνητικά ή αναπτυξιακά προγράμματα της ΕΕ. Το ρυθμιστικό περιβάλλον, συχνά ασταθές και πολύπλοκο, καθιστά δύσκολη την ταχεία προσαρμογή, ενώ η γραφειοκρατία εξακολουθεί να αποτελεί τροχοπέδη.
Το στοίχημα για το 2025 είναι διπλό και θέλει να διατηρηθεί η εξαγωγική δυναμική και ταυτόχρονα να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα του εγχώριου παραγωγικού ιστού. Αυτό προϋποθέτει την ενεργή στήριξη των επιχειρήσεων μέσω στοχευμένων πολιτικών, τόσο για τον ψηφιακό και τεχνολογικό εκσυγχρονισμό όσο και για την πράσινη μετάβαση. Οι προκλήσεις που έχει μπροστά του ο κλάδος δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά και διαρθρωτικές και αφορούν τη σύνδεση με την καινοτομία, τη συνεργασία με την εκπαίδευση και την προσαρμογή σε μια νέα εποχή κατανάλωσης, όπου η ποιότητα, η βιωσιμότητα και η ταχύτητα μετρούν περισσότερο από την τιμή.
Η ελληνική ένδυση και κλωστοϋφαντουργία μπορεί να μην βρίσκεται στο απόγειο του παρελθόντος, αλλά διαθέτει τεχνογνωσία, δημιουργικότητα και περιθώρια ευελιξίας. Εάν υποστηριχθεί με σχέδιο και επιμονή, μπορεί να μετατραπεί ξανά σε πυλώνα βιομηχανικής ταυτότητας για τη χώρα, σε μια περίοδο όπου η εγχώρια παραγωγή αποκτά νέα δυναμική στο ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.