Στη νοτιοανατολική Εύβοια, απέναντι από την ακτή της Καρύστου, η Μεγαλόνησος των Πεταλιών προορίζεται να αποτελέσει το σκηνικό μιας μεγάλης τουριστικής επένδυσης που φιλοδοξεί να μεταμορφώσει το νησί σε πρότυπο βιώσιμης φιλοξενίας.
Η Grivalia Hospitality, μέσω της θυγατρικής της GH Hotel Ξενοδοχειακή και Τουριστική Μονοπρόσωπη Α.Ε., σχεδιάζει την ανάπτυξη ενός υπερπολυτελούς οικολογικού θερέτρου και συγκροτήματος παραθεριστικών κατοικιών σε έκταση 561 στρεμμάτων. Το έργο έλαβε πρόσφατα την πρώτη ουσιαστική θεσμική έγκριση, καθώς το Περιφερειακό Συμβούλιο Στερεάς Ελλάδας ενέκρινε κατά πλειοψηφία τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ), ανοίγοντας τον δρόμο για τα επόμενα στάδια της διαδικασίας αδειοδότησης.
Η επένδυση έχει ήδη ενταχθεί στις Στρατηγικές Επενδύσεις της χώρας, με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής, και ο συνολικός της προϋπολογισμός ξεπερνά τα 224 εκατομμύρια ευρώ. Η στρατηγική συνεργασία με το διεθνές brand Six Senses προσδίδει στο σχέδιο διεθνή προσανατολισμό. Το νέο τουριστικό συγκρότημα θα φέρει την επωνυμία “Six Senses Megalonisos”, σηματοδοτώντας την είσοδο του ομώνυμου ομίλου στην ελληνική αγορά φιλοξενίας. Η Six Senses, που ανήκει στον όμιλο IHG Hotels & Resorts, ειδικεύεται στη διαχείριση θερέτρων με υψηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, εστιάζοντας σε πρακτικές βιωσιμότητας, ευεξίας και ήπιας ένταξης στο τοπίο. Με παρουσία σε περισσότερες από 100 χώρες και ισχυρό χαρτοφυλάκιο brands, όπως τα InterContinental, Crowne Plaza, Kimpton και Holiday Inn, ο όμιλος IHG θεωρείται από τους πλέον ενεργούς διεθνείς παίκτες στον χώρο της φιλοξενίας.
Ο σχεδιασμός του θερέτρου περιλαμβάνει πολυτελές ξενοδοχείο πέντε αστέρων με 75 ισόγειες βίλες, 20 πολυτελείς κατοικίες με ιδιωτικές πισίνες, εγκαταστάσεις ευεξίας, εστίασης, αναψυχής και λιανικού εμπορίου, καθώς και υποδομές για τη διαμονή του προσωπικού. Ειδική πρόβλεψη υπάρχει για την κατασκευή τουριστικής λιμενικής εγκατάστασης, η οποία θα εξυπηρετεί τις θαλάσσιες μετακινήσεις επισκεπτών και προσωπικού. Στόχος είναι η λειτουργία ενός συγκροτήματος υψηλής αισθητικής και λειτουργικής αυτάρκειας, που δεν θα διαταράσσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της περιοχής.
Η εγκεκριμένη ΣΜΠΕ περιλαμβάνει λεπτομερείς όρους προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Απαγορεύεται η δόμηση εντός παραλιών, δασών ή προστατευόμενων ζωνών, ενώ επιβάλλονται ελάχιστες αποστάσεις 50 μέτρων από τον αιγιαλό και 10 μέτρων από τα όρια δασικών εκτάσεων. Οι κατασκευές θα βασιστούν σε αρχές βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής και θα αξιοποιούν τοπικά φυσικά υλικά, ώστε να εντάσσονται ομαλά στο τοπίο.
Στο σχέδιο ενσωματώνονται και επιπλέον παρεμβάσεις για την ενίσχυση της ενεργειακής και λειτουργικής αυτονομίας του συγκροτήματος. Η μελέτη προβλέπει την εγκατάσταση φωτοβολταϊκού πάρκου ισχύος 3 MWp, το οποίο αναμένεται να καλύψει σημαντικό μέρος των ενεργειακών του αναγκών. Προβλέπεται, επίσης, η δημιουργία πρότυπου αγροκτήματος, που θα συμβάλει στη διασύνδεση του τουριστικού προϊόντος με την τοπική πρωτογενή παραγωγή, προωθώντας τη γαστρονομία και τις βιωματικές εμπειρίες για τους επισκέπτες.
Η επένδυση εκτιμάται ότι θα έχει πολλαπλά οφέλη για την τοπική οικονομία. Στο στάδιο κατασκευής αναμένεται η δημιουργία πολλών άμεσων θέσεων εργασίας, ενώ η λειτουργία του συγκροτήματος θα απαιτήσει μόνιμο προσωπικό σε υπηρεσίες φιλοξενίας, καθαριότητας, εστίασης, φύλαξης και συντήρησης. Επιπλέον, προκύπτουν προοπτικές συνεργασίας με τοπικούς παραγωγούς και μικρές επιχειρήσεις, ενισχύοντας την τοπική επιχειρηματικότητα. Ωστόσο, δεν απουσιάζουν οι επιφυλάξεις, ιδιαίτερα σε σχέση με την περιβαλλοντική επιβάρυνση και τη διατήρηση της πρόσβασης των πολιτών στις φυσικές παραλίες και στο θαλάσσιο μέτωπο της Μεγαλονήσου. Η τοπική κοινωνία εμφανίζεται διχασμένη, μεταξύ θετικών προσδοκιών για την ανάπτυξη και ανησυχιών για την αλλοίωση του φυσικού χαρακτήρα της περιοχής.
Παρά την έγκριση της ΣΜΠΕ, το έργο απέχει ακόμη από την έναρξη των κατασκευών. Θα πρέπει να εκδοθεί Προεδρικό Διάταγμα, κατόπιν γνωμοδότησης του Συμβουλίου της Επικρατείας, και να ολοκληρωθεί η σειρά των τεχνικών και περιβαλλοντικών μελετών. Η διοίκηση της Grivalia εκτιμά ότι η πλήρης αδειοδότηση μπορεί να απαιτήσει χρονικό διάστημα έως δύο έτη. Μέχρι τότε, θα συνεχιστεί η προετοιμασία, με στόχο το έργο να ανταποκρίνεται όχι μόνο στις θεσμικές απαιτήσεις, αλλά και στις υψηλές προσδοκίες που το συνοδεύουν.
Η περίπτωση της Μεγαλονήσου συνοψίζει το νέο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης που επιχειρείται σταδιακά στην Ελλάδα, καθώς αποτελεί μια επένδυση που δεν βασίζεται μόνο στα οικονομικά μεγέθη, αλλά προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιχειρηματική αποδοτικότητα, την περιβαλλοντική υπευθυνότητα και την κοινωνική αποδοχή. Εφόσον εφαρμοστεί όπως έχει σχεδιαστεί, μπορεί να προσφέρει ένα παράδειγμα για το πώς η πολυτελής φιλοξενία μπορεί να συνυπάρξει με την προστασία του τοπίου και την ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.